Ή στραβός είναι ο γιαλός…«Βάλε και φίλτρο κέρλι μπερντ Αγησίλαε»; Κάνει και ντακ φέις η πλισέ πέστροφα; Πολύ σοφά πράττεις γιαγιάκα, έχω να πω, που διατηρείς την ανωνυμία σου στο σποτάκι γιατί ήδη είχα αδράξει τη χαβαγιάνα μου κι ήμουν έτοιμος να μπω μες στο γυαλί. Ξέρω ότι στην πρώτη ανάγνωση πολλοί θα νιώσουν τον αρνητισμό του λουόμενου μπροστά στο σύννεφο, εμένα πάντως όλες αυτές οι «ιδέες» με τρέντι παππούδες έχουν αρχίσει πια να με κουράζουν. Έγινε μία, έγινε δύο κι έγινε τελικά η εύκολη λύση, από έμπνευση κατάντησε μανιέρα, μια έξοδος κινδύνου της στέρφας φαντασίας. Όχι παλιομάρκετινγκ, δε θα σ’ αφήσω να τα σοδομίσεις όλα στο βωμό του πιασάρικου και πριν μου μολύνεις εσύ τα ιδανικά, θα σου χαλάσω τη χωρίστρα.
Κάποια πράγματα στη ζωή φτιάχτηκαν τόσο σοφά που έτσι και τ’ αγγίξεις, αυτόματα τα βεβηλώνεις. Πώς να το κάνουμε δηλαδή; Θέλω τον ελληνικό με τρεις φουσκάλες, τη φακή μου με ξύδι και τους παππούδες μου να μυρίζουν πράσινο σαπούνι και χάσμα γενεών. Θέλω τη γιαγιά που λέει κομπιούτερ το τηλεκοντρόλ, τα αγγλικά εγγλέζικα και το κέικ κεκ, να το στηρίζει απαντώντας πως λέγονται κεκάκια κι όχι κεϊκάκια κι εγώ να το βουλώνω μ’ ένα πνιχτό χαμόγελο. Θέλω τον παππού που παίζει μετά μανίας, σχεδόν αυτιστικά, το τάκα-τάκα, ξέρετε, αυτό το παιχνίδι με το σχοινί, τον κρίκο και τις δυο κοκκάλινες μπάλες που κρέμονται σαν άντε μην πω τι. Εγώ μικρός πήγαινα να τους δω κι όσο τρώγανε παπάρα, μου βάζανε ένα υποβρύχιο να τους κάνω παρέα. Φαντάζεσαι να μου’ λεγαν «Μιχαλάκη, έχω κάνει Πάβλοβα. Να σου βάλω λίγη;» Και αίσχος και αδύνατο μαζί. Οι παππούδες έχουν κιτρινιάρικες φωτογραφίες απ’ τον Εμφύλιο μέσα σ’ ένα κουτί DEXIM (που περίσσεψε από τα πρώτα μου αθλητικά), όχι jpeg. Τέλος. Όλα τ’ άλλα είναι να’ χαμε να λέγαμε.
Παράδοση, ρετρό και φλας μπακ, αυτός είναι ο ρόλος τους. Θυμάμαι τη γιαγιά μου που πάντα έφτιαχνε πατάτες τηγανητές όταν δε μου άρεσε το φαγητό κι άμα έκανα καμιά αταξία, ξεκλείδωνε όλη την πρωτόγονη αργκό: τζαναμπέτης, ζαρζαβούλης και τα ρέστα. Και τα μπλιμπλίκια… αχ αυτά τα μπλιμπλίκια… αγαπημένη λέξη! Άσε δε τις ασπιρίνες που κατέβαιναν σαν φλόκες. Φαγούρα; Ασπιρίνη. Καρκίνο; Ασπιρίνη. Την πείραζα πού και πού, ψοφούσα η αλήθεια είναι, μόνο και μόνο για να κάνει πως σηκώνεται «να μου τις βρέξει». Όχι, δεν ήμουν μαζόχας που γούσταρα διαλόγους που δεν έβγαζαν νόημα ποτέ. Αντίθετα μάλιστα, τη λάτρευα αυτήν τη γλυκιά ασυνεννοησία που συναρπάζει ακριβώς γιατί ποτέ δεν ξέρεις πού θα καταλήξει. Είναι απ’ τα λίγα πράγματα που μου θυμίζουν από πού ξεκίνησα κι εγώ, από το «πόσες στάσεις έμειναν στο φιλμ» και το «θα το δω στην εγκυκλοπαίδεια». Καθείς εφ’ ω ετάχθη, γι’ αυτό και με τον παππού μου ανοίγαμε το φθαρμένο τάβλι και ξεχείλωνα το μακό μου, προσπαθώντας να καταλάβω ποια μυστικιστική σοφία τον κάνει πάντα να κερδίζει… δεν κοντραριζόμασταν ποιος είναι πιο μακριά στο Κάντι Κρας.
Ένας παππούς που ιδροκοπά να συγχρονίσει το βήμα του με τη γενιά σου είναι σα να προσπαθεί να κάνει σπαγκάτο ο Θανάσης Λάλας. Και παράταιρο είναι και δεν πρόκειται να γίνει και σωστά. Άκου εκεί σέλφι το τζόβενο, που κόντεψε να γκρεμιστεί απ’ την ξαπλώστρα. Τράβα πάρε στο εγγόνι σου κάνα κουρκουμπίνι κι άσε την οθόνη αφής κατά μέρος. Δε θέλω να με προλάβεις, θέλω να κάνω εγώ ένα στιγμιαίο βήμα πίσω. Εγώ σ’ αγαπώ γι’ αυτό που ήσουν και δεν είμαι, για το ατράνταχτο outfit με παντελόνι με τσάκιση και πουκάμισο από μέσα, για την εποχή που είδα μέσα απ’ τις ιστορίες σου, για το καπέλο-καβουράκι και την πυκνή μουστάκα, για τη φράση «Πω πω κοίτα τι φτιάχνουνε τώρα!» και το ότι δεν μπορείς να πεις «Ντάνσινγκ γουίθ δε σταρς» (είναι κι ακριβή η κόλλα της μασέλας) και λες απλά θα δω τη Δούκισσα. Με λίγα λόγια, προτιμώ τον Αγησίλαο απ’ το «Αλίμονο στους νέους» με το Δημήτρη Χορν κι όχι αυτόν του Βίκου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
το σχόλιο μου