Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Καρότο, αυγό ή κόκκος καφέ;

Μια νεαρή γυναίκα πήγε στη μητέρα της και της μίλησε για τη ζωή της και πως τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για εκείνη.
Δεν ήξερε πως να βελτιώσει την κατάσταση και ήθελε να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια, να τα παρατήσει. Είχε κουραστεί να προσπαθεί και να παλεύει. Της φαινόταν πως μόλις λυνόταν ένα πρόβλημα, ένα άλλο καινούριο προέκυπτε.

Η μητέρα της, λοιπόν, την πήγε στην κουζίνα. Γέμισε τρία δοχεία με νερό και έβαλε το κάθε ένα σε δυνατή φωτιά. Γρήγορα το νερό στα δοχεία άρχισε να βράζει.
Στο πρώτο δοχείο έβαλε καρότα, στο δεύτερο αυγά και στο τελευταίο έβαλε κόκκους καφέ. Τα άφησε λίγο να βράσουν χωρίς να πει ούτε μία λέξη.

Μετά από λίγη ώρα έκλεισε τα μάτια της κουζίνας. Έβγαλε τα καρότα έξω απ' το νερό και τα έβαλε σ'ένα μπολ. Έβγαλε τα αυγά και τα έβαλε σε ένα άλλο μπολ. Μετά τράβηξε τον καφέ απ' τη φωτιά και τον έβαλε σε ένα φλυτζάνι.

Γυρνώντας στην κόρη της τη ρώτησε:
- Πες μου τι βλέπεις;
- Καρότα, αυγά και καφέ!
απάντησε η κόρη.

Η μητέρα της την τράβηξε πιο κοντά και της ζήτησε ν' αγγίξει τα καρότα. Το έκανε και παρατήρησε ότι ήταν μαλακά. Μετά η μητέρα ζήτησε απ' την κόρη της να πάρει ένα αυγό και να το σπάσει. Αφού το ξεφλούδισε προσεκτικά, παρατήρησε πως το αυγό ήταν σφιχτό. Στο τέλος η μητέρα ζήτησε απ' την κόρη της να πιεί μια γουλιά καφέ... Η κόρη χαμογέλασε καθώς μύριζε το πλούσιο άρωμά του. Μετά ρώτησε:
- Τι σημαίνουν όλα αυτά, μητέρα;

Η μητέρα τής εξήγησε ότι το καθένα από αυτά τα διαφορετικά αντικείμενα είχει αντιμετωπίσει τις ίδιες συνθήκες, δηλαδή, το βραστό νερό. Το κάθε ένα, όμως, αντέδρασε διαφορετικά.

Το καρότο αρχικά μπήκε στο νερό δυνατό και σκληρό. Εντούτοις, εφόσον τοποθετήθηκε στο βραστό νερό, μαλάκωσε κι έγινε αδύναμο. Το αυγό ήταν εύθραυστο. Το λεπτό εξωτερικό του περίβλημα προστάτευε το υγρό εσωτερικό του, αλλά μετά την τοποθέτηση στο βραστό νερό, το εσωτερικό του σκλήρυνε.

Όμως, οι κόκκοι του καφέ ήταν μοναδικοί. Μετά την τοποθέτησή τους στο βραστό νερό, άλλαξαν το νερό!



Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Είμαι φύγας


Το Alentejo από το τραίνο

Το τίποτα με γύρω του το τίποτα παντού
και λίγα δέντρα ανάμεσα
όχι και τόσο πράσινα,
μήτε λουλούδι μήτε ποταμός εδώ.
Κόλαση αν υπάρχει, τότε την έχω βρει,
γιατί αν δεν είν’ εδώ, πού, πού στο Διάολο είναι;

Είμαι φυγάς

Είμαι φυγάς,
μόλις γεννήθηκα
μ’ έκλεισαν μέσα μου
αλλά διέφυγα.
Μέσ’ από κάμπους και βουνά,
ελπίζω η ψυχή μου
ποτέ να μη με βρει.

Γιατί επιθυμώ

Γιατί επιθυμώ
αυτά που δε χρειάζομαι;
Γιατί η ψυχή μου, σαν φωτιά
ή σαν μια φλογισμένη, αφηρημένη απληστία,
πάντα το υψηλό αναζητά;

Γιατί αν όχι επειδή
η ψυχή, ψυχή είναι;
Ποιος να την ξέρει την αιτία
όταν στα γενικά είναι σκορπισμένη
στους νόμους της κρυμμένη;

Αλλά δεν έχει σημασία.
αυτό που αληθινά με μαραζώνει
είναι η ένταση της σκέψης
που η μάταιη αναζήτηση μου φέρνει
αυτού που επιθυμώ αλλά δε βρίσκω.

Λάμπει χαρούμενος ο ήλιος

Λάμπει χαρούμενος ο ήλιος
είν’ τα χωράφια πράσινα και χαρωπά
αλλά η δική μου η καρδιά πονά
για κάτι μακρινό
για σένανε πονά,
για το δικό σου το φιλί
κι η αλήθεια του
δε με πολυενδιαφέρει.
Μονάχα εσύ.

Ξέρω πώς λαμπυρίζει η θάλασσα
κάτω απ’ τον ήλιο του καλοκαιριού
και ξέρω πώς αστράφτουνε τα κύματα
όλα μαζί και το καθένα χωριστά
μα είμαι μακριά σου,
πολύ, πολύ μακριά σου
κι αυτό είναι που με νοιάζει αληθινά.
Μονάχ’ αυτό.

Ω ναι, λαμπρός ο ουρανός
έτσι που είναι γαλανός,
ο αέρας και το φως μαζί
ω ναι, υπέροχος καιρός αλλά

τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά δεν είσαι
κι απ’ το φιλί σου απουσιάζω
κι αυτό είν΄ αλήθεια λυπηρό
εδώ.
Λείπεις μονάχα εσύ.





(Fernando António Nogueira de Seabra Pessôa)

Η μόνη αθωότητα


Η ματιά μου είναι καθαρή σαν ενός ηλιοτρόπιου.

Είναι συνήθεια μου να περπατάω τους δρόμους
Κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά
Και μερικές φορές κοιτάζοντας πίσω μου,
Και ότι βλέπω κάθε στιγμή
Είναι ότι δεν είδα πριν,
Και είμαι πολύ καλός στο να παρατηρώ πράγματα.
Είμαι ικανός να νιώθω τον ίδιο θαυμασμό
Που θα ένιωθε ένα νεογέννητο παιδί
Αν παρατηρούσε ότι είχε πραγματικά και αληθινά γεννηθεί.
Νιώθω κάθε στιγμή ότι έχω μόλις γεννηθεί
Σ’ έναν εντελώς καινούργιο κόσμο…

Πιστεύω στον κόσμο όπως σε μία μαργαρίτα,
Επειδή τον βλέπω. Αλλά δεν τον σκέφτομαι,
Επειδή το να σκέφτεσαι είναι το να μην κατανοείς.
Ο κόσμος δεν φτιάχτηκε για εμάς για να τον σκεφτόμαστε
(Το να σκέφτεσαι είναι να έχεις μάτια που δεν βλέπουν καλά)
Αλλά να τον βλέπεις και να είσαι σε συμφωνία.

Δεν έχω καμία φιλοσοφία, έχω αισθήσεις…
Αν μιλώ για τη Φύση δεν είναι επειδή γνωρίζω τι είναι
Αλλά επειδή την αγαπώ, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο
Επειδή αυτοί που αγαπούν δεν γνωρίζουν τι αγαπούν
Ή γιατί αγαπούν, ή τι είναι η αγάπη.

Η αγάπη είναι αιώνια αθωότητα,
Και η μόνη αθωότητα είναι να μην σκέφτεσαι…



 (Fernando António Nogueira de Seabra Pessôa)

Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Ένας ψαλμός της ζωής

Πες μου όχι με πένθιμους αριθμούς, 
Η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο από ένα άδειο όνειρο! 
Για την ψυχή είναι νεκρό ότι κοιμάται, 
Και τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. 

Η ζωή είναι πραγματική! Η ζωή είναι σοβαρή! 
Και ο τάφος δεν είναι σκοπός της· 
Χους ην και εις χουν απελεύσητω, 
Δεν ειπώθηκε για την ψυχή. 

Ούτε απόλαυση, ούτε και θλίψη, 
Είναι το προορισμένο τέλος μας ή τρόπος· 
Αλλά να δράσουμε, ώστε κάθε αύριο 
Να μας βρει μακρύτερα από ό, τι σήμερα. 

Η τέχνη είναι μεγάλη, και χρόνος είναι φευγαλέος, 
Και οι καρδιές μας, αν και σθεναρές και γενναίες, 
Ακόμα, όπως τα βουβά τύμπανα, χτυπάνε 
Πένθιμες πορείες προς τον τάφο. 

Στου κόσμου το ευρύ πεδίο της μάχης, 
Στο καταυλισμό της Ζωής, 
Μην είσαι σαν τα χαζά, καθοδηγούμενα βοοειδή! 
Να είσαι ένας ήρωας στον αγώνα! 
Μην εμπιστεύεσαι οποιοδήποτε μέλλον, όσο ευχάριστο! 
Αφήστε το νεκρό παρελθόν να θάψει του
 νεκρούς του! 

Πράξη, - πράξη στο πλαίσιο της παρούσας ζωής! 
Καρδιά μέσα, και ο Θεός από πάνω! 

Όλες οι ζωές των μεγάλων ανδρών μας υπενθυμίζουν 
Μπορούμε να κάνουμε τη ζωή μας πανέμορφη, 
Και, αναχωρώντας, να αφήσουμε πίσω μας 
Πατημασιές στην άμμο του χρόνου· 

Πατημασιές, που ίσως ένας άλλος, 
Πλέοντας πάνω απ' της ζωής τον κύριο αγωγό, 
Απεγνωσμένος και ναυαγός αδελφός, 
Βλέποντας, θα πάρει θάρρος ξανά. 

Ας είμαστε λοιπόν έτοιμοι και δραστήριοι, 
Με μια καρδιά για κάθε τύχη·
Εξακολουθώντας να επιτυγχάνουμε, εξακολουθώντας να επιδιώκουμε, 
Μαθαίνοντας να εργαζόμαστε και να περιμένουμε.




(Henry Wadsworth Longfellow)

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Έμαθα

Έμαθα -
ότι παίρνει χρόνια να οικοδομήσεις εμπιστοσύνη, και αρκούν μερικά δευτερόλεπτα για να την καταστρέψεις.

Έμαθα -
ότι δεν μπορείς να κάνεις κάποιον να σε αγαπήσει. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να είσαι άξιος να αγαπηθείς. Τα υπόλοιπα επαφύονται σ’ αυτόν.

Έμαθα -
ότι ανεξαρτήτως πόσο καλός φίλος είναι κάποιος, κάποιες φορές θα σε πληγώσει, και εσύ θα πρέπει να τον συγχωρήσεις.

Έμαθα-

ότι δεν έχει σημασία τι έχεις στη ζωή σου, αυτό που μετράει είναι ποιους έχεις στη ζωή σου.

Έμαθα -
ότι δεν πρέπει ποτέ να καταστρέφεις μια συγγνώμη με μία δικαιολογία.

Έμαθα -
ότι δεν πρέπει να συγκρίνεις τον εαυτό σου, με ότι καλύτερο μπορούν οι άλλοι να κάνουν.

Έμαθα-
ότι αρκεί μια στιγμή για να κάνεις κάτι που θα σε στενοχωρεί όλη σου τη ζωή.

Έμαθα-
ότι χρειάζεται πολύς χρόνος για να γίνεις αυτός που θέλεις να είσαι.

Έμαθα-
ότι θα πρέπει πάντα να αποχωρίζεσαι τα αγαπημένα πρόσωπα με λόγια αγάπης. Μπορεί να είναι η τελευταία φορά που τα βλέπεις.

Έμαθα-
ότι είμαστε υπεύθυνοι για αυτό που κάνουμε, δεν έχει σημασία το πώς αισθανόμαστε για αυτό που κάνουμε.

Έμαθα-
ότι είτε μπορείς να ελέγχεις τη συμπεριφορά σου είτε θα σ’ ελέγχει αυτή.

Έμαθα-
ότι ανεξάρτητα από το πόσο θερμή είναι μια σχέση στην αρχή, το πάθος εξασθενίζει και πρέπει να υπάρχει κάτι άλλο να πάρει τη θέση του.

Έμαθα-
ότι ήρωες είναι αυτοί που κάνουν αυτό που πρέπει να γίνει, όταν χρειάζεται να γίνει, ανεξάρτητα από τις συνέπειες.

Έμαθα-
ότι τα χρήματα είναι ένας άθλιος τρόπος να αξιολογείς την ζωή σου.

Έμαθα-
ότι μερικές φορές οι άνθρωποι που περιμένεις να σε κλωτσήσουν όταν είσαι στα κάτω σου, είναι αυτοί που θα σε βοηθήσουν να πάρεις τα πάνω σου.

Έμαθα-
ότι όταν είμαι θυμωμένος έχω το δικαίωμα να το δείχνω, αλλά αυτό δεν μου δίνει το δικαίωμα να γίνομαι σκληρός με τους άλλους.

Έμαθα-
ότι η αληθινή φιλία διατηρείται ακόμα και όταν υπάρχει μεγάλη απόσταση. Το ίδιο ισχύει και για την αληθινή αγάπη.

Έμαθα-
ότι μόνο και μόνο επειδή κάποιος δεν σε αγαπάει με τον τρόπο που θέλεις, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σε αγαπάει όσο περισσότερο μπορεί.

Έμαθα-
ότι η ωριμότητα σχετίζεται περισσότερο με τις εμπειρίες που είχες καθώς και από τι έχεις μάθει από αυτές, και λιγότερο από το πόσα γενέθλια γιόρτασες.

Έμαθα-
ότι δεν πρέπει ποτέ να λες σ’ ένα παιδί ότι τα όνειρά του είναι εξωπραγματικά. Τι τραγωδία θα ήταν αν σε πίστευε.

Έμαθα-
ότι δεν είναι πάντα αρκετό να σε συγχωρέσουν οι άλλοι. Αρκετές φορές πρέπει να μπορούμε να συγχωρούμε οι ίδιοι τον εαυτό μας.

Έμαθα-
ότι δεν έχει σημασία πόσο άσχημα ράγισε η καρδιά σου, η ζωή δεν σταματά για να ξεπεράσεις τη θλίψη σου.

Έμαθα-
ότι οι περιστάσεις και οι συνθήκες μπορεί να έχουν επηρεάσει το ποιοι είμαστε, όμως είμαστε υπεύθυνοι για αυτό που έχουμε γίνει.

Έμαθα-
ότι πλούσιος δεν είναι αυτός που έχει τα περισσότερα, αλλά αυτός που χρειάζεται τα λιγότερα.

Έμαθα-
ότι μόνο και μόνο επειδή δύο άτομα μαλώνουν, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αγαπούν ο ένας τον άλλο. Ισχύει και το αντίθετο, επειδή δεν μαλώνουν δεν σημαίνει ότι αγαπούν ο ένας τον άλλο.

Έμαθα-
ότι δεν πρέπει να είμαστε τόσο πρόθυμοι να μάθουμε ένα μυστικό. Θα μπορούσε να αλλάξει τη ζωή μας για πάντα.

Έμαθα-
ότι δύο άνθρωποι μπορούν να κοιτούν ακριβώς το ίδιο πράγμα και να βλέπουν κάτι εντελώς διαφορετικό.

Έμαθα-
ότι τα διαπιστευτήρια στον τοίχο, δεν σε κάνουν αξιοπρεπή άνθρωπο.

Έμαθα-
ότι οι άλλοι θα ξεχάσουν τι τους είπες, θα ξεχάσουν τι τους έκανες, αλλά δεν θα ξεχάσουν ποτέ πώς τους έκανες να αισθάνονται.


[Omer B. Washington]

Ο Δεκάλογος της Ιδανικής Φωτογραφίας


 Στη σημαντική φωτογραφία δεν υπάρχει τίποτε περιττό, και δεν απουσιάζει τίποτα σημαντικό.
Τότε η μεταμόρφωση αποκαλύπτεται. Και η υπέρβαση γεννιέται μέσα από την αφαίρεση.
> Οι κίνδυνοι προσδιορίζουν το μέτρο της επιτυχίας.
Μια καλή φωτογραφία υπαινίσσεται και την αποτυχία της.
Αυτήν που απέφυγε, αλλά στην οποία κινήθηκε ανατριχιαστικά κοντά.
Πλάτων Ριβέλλης
——————————–
Μελετώντας τόσα χρόνια τη δουλειά των μεγάλων φωτογράφων με στόχο είτε τη διδασκαλία του έργου τους είτε την απόλαυσή του, διέκρινα μερικά κοινά σημεία που, με κάποιο τρόπο και σε κάποιο ποσοστό, συναντώνται σε μιαν ιδανική φωτογραφία. Όπως κάθε προσέγγιση της τέχνης και των έργων της, έτσι κι αυτή που αποπειρώμαι μ’ αυτό το σημείωμα, κινείται σε περιοχές απλώς ψηλαφήσιμες και όχι συγκεκριμένες. Η προσέγγιση άλλωστε δεν εγγυάται την κατάκτηση, κάτι μάλιστα που κανένας δεν εύχεται, αφού μια, ευτυχώς αδύνατη, πλήρης κατανόηση της τέχνης θα απέκλειε τη διάσταση του μυστηρίου που δικαιώνει την παρουσία της.
Ας μην επιχειρήσει επομένως ο επιμελής αναγνώστης να εφαρμόσει τον δεκάλογο των κοινών σημείων, που ακολουθεί, σε κάθε φωτογραφία, σα να επρόκειτο για έναν κώδικα αποκρυπτογράφησης. Άλλωστε το χαρακτηριστικό του σημαντικού έργου θα είναι να του γλιστράει πάντα μέσα από τα δάχτυλα, για να συνεχίσει να υπάρχει πέρα από κάθε απόπειρα αυθεντικής ερμηνείας του. Ούτε όμως ο ευσυνείδητος ή φιλόδοξος φωτογράφος έχει νόημα να προσπαθήσει να προϋποβάλει τις φωτογραφίες τους στις προδιαγραφές αυτές. Αρκεί μόνον να είναι σε θέση να τις διακρίνει, όταν αυτές κατ’ ευτυχή συγκυρία παρουσιαστούν στο έργο του.
Εξ άλλου όλα όσα μπορεί να λέγονται για μια φωτογραφία, υποκλίνονται και υποχωρούν διακριτικά, μπροστά σε δύο κορυφαίες στιγμές. Σ’ αυτήν που ο φωτογράφος αποφασίζει να πατήσει το κουμπί, και σ’ αυτήν που η φωτογραφία του θα επικοινωνήσει για πρώτη φορά με το μάτι ενός καλλιεργημένου και ευαίσθητου δέκτη. Γιατί μόνον έτσι γεννιέται ένας νέος κόσμος και βρίσκονται ψυχές να τον κατοικήσουν. Ο μόνος τρόπος εν τέλει για τον φωτογράφο να πετύχει τη δημιουργία του έργου του είναι να συνεχίσει εργαζόμενος, πολλαπλασιάζοντας τα ίχνη του φωτογραφημένου κόσμου της συλλογής του, και για τον θεατή να αναζητά με δίψα κάθε τέτοιο αποτύπωμα.

01_11____________4f3a360b65a3c  01_13____________4f3a36d9905ef
03_02____________4f3b804111b0c  03_03____________4f3b80f8239f5  03_08____________4f3b890450efd
ΑΠΟΛΥΤΗ ΠΡΟΤΑΣΗ: Μια φωτογραφία πρέπει να προκαλεί τον σεβασμό. Όχι με την ποιότητά της, ούτε με την ύποπτη συχνά προσπάθειά της να γοητεύσει. Αλλά με την παρουσία της, που πρέπει να αποτελεί μιαν απόλυτη και πειστική πρόταση. Να μην επιτρέπει δηλαδή στον θεατή να αμφισβητεί την ειλικρίνεια των προθέσεών της, να μην αποκαλύπτει έναν φωτογράφο που αμφιβάλλει, να μην αφήνει περιθώρια ώστε να τίθεται υπό αίρεσιν ο χρόνος και ο χώρος της. Τότε ο θεατής ακόμα κι αν το αποτέλεσμα δεν έχει συμβάλει στην απογείωσή του, θα υποκλιθεί με σεβασμό μπροστά σε μιαν έντιμη και δυναμική παρουσία, που ξέρει να εκφράζει μια κατάφαση.
Η κατανόηση της σημασία του χρόνου και του χώρου στην φωτογραφία είναι σημαντική για την κατανόηση της καταστροφικής φωτογραφικής αμφιβολίας. Άλλωστε κι αυτή, όπως και κάθε άλλη παρατήρηση, εφαρμόζεται (πιθανόν με μικρές αλλαγές) σε κάθε τέχνη. Έτσι η πινελιά πάνω στον ζωγραφικό πίνακα πρέπει να κάνει ζωντανή την απόφασή του ζωγράφου να αφήσει το ίχνος του ή η ξαφνική είσοδος των πνευστών να μην αφήνει ερωτηματικά στον ακροατή για το αν έγινε στη σωστή στιγμή. Ο θεατής πρέπει εν τέλει, να ταυτίζεται με τον φωτογράφο, και να πατάει το κουμπί μαζί του λέγοντας «ήμουν κι εγώ εκεί».
ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ ΑΞΙΩΝ: Τίποτε από τον κόσμο των αισθήσεων δεν μεταφέρεται αυτούσιο στον κόσμο της φωτογραφίας. Ήδη, και μόνον από τη στιγμή που περικλείουμε κάτι αναγνωρίσιμο με τέσσερις πλευρές και το στερούμε από τον γειτονικό του κόσμο, κάτι αλλάζει. Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι πως ό,τι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στην πραγματικότητα, ό,τι αναγνωρίζουμε με έναν ορισμένο τρόπο και του αποδίδουμε μια συγκεκριμένη θέση την ιεραρχία των οπτικών μας αξιών, σε μια φωτογραφία αποκτά άλλη διάσταση και, κυρίως ανεβαίνει στην κλίμακα των αξιών.
Μια σκιά, μια επιγραφή, μια πτυχή του υφάσματος, μια κλίση του σώματος, ένα φωτισμένο παράθυρο και κάθε τι άλλο που στο σύνολο της αν ζωή εικόνας κατέχει μιαν ασήμαντη θέση, σε μια φωτογραφία, απομονωμένο από όλα τα άλλα που έτρεχαν μαζί του στη ζωή, ξεκομμένο από τη χρονική διάρκεια, αποκτά άλλη λειτουργία και αναβαθμίζεται σε κάτι που καθοριστικά επηρεάζει πλέον τη ζωή της εικόνας, με έναν τρόπο που δεν ισχύει στην πραγματικότητα. Ο φωτογράφος αλιεύει λεπτομέρειες και τις ξαναπροσφέρει μεταλλαγμένες. Γι αυτό και ο θεατής αναγνωρίζει πως το γνώριμο που αντικρίζει είναι ταυτόχρονα μοναδικό.
ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΠΡΟ: Οι επί μέρους πληροφορίες που δίνει μια φωτογραφική εικόνα μπορεί να είναι ποικίλες και να αφορούν από διαφορετικές πλευρές πολλούς ανθρώπους. Καλλιτεχνικά όμως η μόνη πληροφορία που ενδιαφέρει είναι ολόκληρη η εικόνα και μόνον αυτή. Για τον λόγο αυτόν όμως, ότι περικλείεται στο πλαίσιο της φωτογραφικής εικόνας, ακόμα και αυτό που δεν φέρει κανένα αναγνωρίσιμο στοιχείο, καμιά συγκεκριμένη πληροφορία, δηλαδή το απόλυτο μαύρο ή άσπρο, έχουν την ίδια σημασία με οποιοδήποτε άλλο χιλιοστό της εικόνας. Ο φωτογράφος μιλάει και με αυτά.
Όπως ο συνθέτης με τις παύσεις και ο ποιητής με το κενό. Η χρήση των περιοχών αυτών, που δεν έχουν πληροφορίες, φέρει την ίδια βαρύτητα και εκφράζει λειτουργικότητα και αξίες στον ίδιο βαθμό, με ένα κομμάτι του κάδρου που περιγράφει. Η αφαίρεση ή μετακίνηση των κενών αυτών χώρων θα ακρωτηρίαζε την εικόνα μεταβάλλοντας και το βάρος κάθε άλλης φανερής πληροφορίας. Τα μαύρα και τα άσπρα είναι το μηδέν της εικόνας. Χωρίς αυτόνομη αριθμητική παρουσία, κάνει τους αριθμούς να υπάρχουν.
ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ: Το μονοσήμαντο περιεχόμενο μιας φωτογραφικής εικόνας, όσο σημαντικό και αν είναι, δεν μπορεί να γεννήσει εντάσεις και να κινήσει την περιέργεια. Ο καλλιτέχνης είναι τόσο πιο ικανός όσο πιο σύνθετο και αντιφατικό μπορεί να κάνει το έργο του. Έτσι ώστε την ώρα που ο θεατής επιχειρεί να δώσει στο έργο μια κατεύθυνση και μίαν ερμηνεία, την ίδια στιγμή η άποψη αυτή να αναιρείται από το ίδιο το έργο. Να υπάρχουν δηλαδή αλληλοπλεκόμενες αναγνώσεις.
Μια φωτογραφία να κινείται προς την αφήγηση, ενώ η σύνθεσή της να κινείται προς την αφήγηση, ενώ η σύνθεση της να την τραβάει προς τον αισθητισμό. Το σκληρό χιούμορ μιας εικόνας να ισορροπεί με τις καμπυλότητες της φόρμας. Πρόκειται για ένα εκκρεμές που όσο πιο ακραία είναι η κίνηση του προς μια μεριά, τόσο πιο δυναμική η επιστροφή του στην άλλη. Τελικά το παιχνίδι των αντιθέσεων καταλήγει σε παιχνίδι ισορροπιών. Η έσχατη απλότητα θα κρύβει την υπέρμετρη πολυπλοκότητα και το αντίθετο.
ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ: Κάθε φωτογραφία καλύπτει έναν πολύ μικρό χώρο. Είναι ένας κόσμος σε μινιατούρα. Η ζωή σε ένα σύνθημα και δεν μπορεί να αντέξει περισσότερα. Όταν περιμένουμε από αυτήν πολλά, μας κρύβει και τα λίγα. Η άγουρη φλυαρία πολλών νέων δημιουργών που επιθυμούν σε κάθε φωτογραφία να περιλάβουν όσα ξέρουν ή φαντάζονται, βαραίνει αποπνικτικά το έργο, δημιουργεί σύγχυση, οπτικό και νοητικό θόρυβο. Θυμίζει τους αρχιτέκτονες που προσθέτουν αραβουργήματα από την φιλαυτία τους να αποδείξουν πως μπορούν, ή τους συγγραφείς που γράφουν το πρώτο τους βιβλίο σα να ήταν και το τελευταίο.
Η κάθε εικόνα πρέπει να έχει έναν ρυθμό, μιαν αναπνοή, και να πείθει ότι απομόνωσε επιγραμματικά κάτι. Αλλιώς ποιος θάταν ο λόγος να σταματήσει ο χρόνος και να περιοριστεί ο χώρος; έτσι, σε κάθε καλή φωτογραφία ένα είναι το κυρίαρχο στοιχείο, το ιδιοφυές εύρημα, που σηκώνει το βάρος της, πλαισιωμένο βέβαια από τις υποβοηθητικές λεπτομέρειες. Πρόκειται για τη μαγική στιγμή την χαρισματική προσθήκη, για εκείνο το ελάχιστο που οφείλει την παρουσία του στο ταλέντο και στην ευφυία του καλλιτέχνη. Η απουσία του θα μας άφηνε με μια, σωστή ίσως αλλά σίγουρα όχι καλή, φωτογραφία.
ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΛΕΥΡΕΣ: Η φωτογραφία γεννιέται από το σώμα της πραγματικότητας. Είναι μια επιλογή που στηρίζεται στον αποκλεισμό. Ο φωτογράφος δημιουργεί αποκλείοντας στοιχεία του κόσμου που δεν επιθυμεί να συμπεριλάβει στο κάδρο του. Οι τέσσερις πλευρές λειτουργούν σαν μαχαίρι, σαν λαιμητόμος. Είναι λοιπόν αποφασιστικής σημασίας όρια, αφού αυτά θα αιχμαλωτίσουν εκείνα τα στοιχεία του κόσμου, και μόνον αυτά, που ο φωτογράφος θα χρησιμοποιήσει για να πλάσει το δικό του σύμπαν. Με την πράξη όμως αυτή αποκτούν εξίσου κορυφαία σημασία και όσα αντικείμενα αποκλείονται.
Αφού σε μια τέτοια θεώρηση η πράξη δεν είναι παρά η άλλη όψη της παράλειψης. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι τη φωτογραφία την φτιάχνουν όσα δεν περιλαμβάνονται στο κάδρο, μια και η απουσία τους προσδίδει την ιδιαίτερη, συχνά μυστηριώδη σημασία όσων απέμειναν. Με βάση αυτές τις σκέψεις η ιδανική φωτογραφία είναι αυτή της οποίας οι τέσσερις πλευρές καθορίζουν με απόλυτη αυστηρότητα αυτά που περιορίζουν στο κάδρο και υπογραμμίζουν την μεταξύ τους σχέση, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν γέφυρα και σχέση των εντός του κάδρου περικλειομένων, με όσα ο θεατής υποψιάζεται πως εξακολουθούν να κινούνται γύρω από αυτό. Και η φωτογραφική εικόνα αποκτά κινητικότητα που την ωθεί έξω από το κάδρο. Τα όρια υποδηλώνουν τη συνέχεια.
ΥΠΑΙΝΙΓΜΟΙ: Τα πιο σημαντικά πράγματα δεν λέγονται και δεν ομολογούνται. Παραμένουν πάντοτε μετέωρες και ανολοκλήρωτες προτάσεις, ή ψιθυρίζονται τόσο σιγά, που μόνον ο απόηχος αγγίζει τον δέκτη. Ίσως γιατί τα σημαντικά πράγματα δεν μπορούν ποτέ να γίνουν απολύτως συγκεκριμένα, ίσως γιατί φοβόμαστε πως ό,τι εκστομίσουμε θα είναι ωχρή μετάφραση της πίστης μας, αν όχι προδοσία της, ίσως γιατί νοιώθουμε πως όταν τα νοήματα ντυθούνε με λέξεις γίνονται στάχτη. Έτσι και στη φωτογραφία αυτό που βλέπουμε κρύβει, και ταυτόχρονα αφήνει να φανεί, αυτό που αποφεύγουμε να διατυπώσουμε. Και έτσι ζητάμε τη βοήθεια και συνενοχή του θεατή. Κι έτσι εξασφαλίζουμε τη διάρκεια μέσα στον χρόνο του περιεχομένου. Κάθε φωτογραφία είναι ένα δελφικός χρησμός, όπου όλα είναι φανερά και όμως κάτι κρύβουν. Όχι με σύμβολα, αλλά με υπαινιγμούς. Και οι προσεγγίσεις είναι ισάριθμες με τους ερμηνευτές.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ: Μια φωτογραφία παραπέμπει. Σε πράγματα που έζησε ο φωτογράφος, σε άλλα που φαντάστηκε, αλλά κυρίως σε φωτογράφους που αγάπησε. Ο θεατής αναζητεί και αυτός παρόμοιες συγκινήσεις σε μνήμες της δικής του ζωής. Κι αν οι γνώσεις του το επιτρέπουν, θα μπει και αυτός στο παιχνίδι των φωτογραφικών αναφορών. Διότι ο δημιουργός κινείται σε δύο περιοχές αναζήτησης. Σ’ αυτήν που έχει σχέση με τη ζωή του και τον κόσμο, και σ’ αυτήν που έχει σχέση με την τέχνη που υπηρετεί. Κάθε φωτογραφία είναι μια πρόταση για το πώς βλέπει ο δημιουργό του τον κόσμο και ταυτόχρονα για το πώς βλέπει τη Φωτογραφία.
Η θέση του μέσα στη φωτογραφική ιστορία όσο ταπεινή και αν είναι αποτελεί μέρος της πρόκλησης. Έτσι, στη φωτογραφία, εκτός από όσα αγάπησε, ή μίσησε στη ζωή του ο φωτογράφος, ο θεατής διαβάζει και όσα θαύμασε ή περιφρόνησε στη Φωτογραφία. Και οι εμφανείς ή υπαινικτικές αναφορές που η συγκεκριμένη φωτογραφία επιχειρεί συνειδητά ή ασυνείδητα σε όσα προηγήθηκαν είτε σαν φόρος τιμής, είτε σαν ανάθεμα, αποτελούν πρόσθετη ενέργεια και νέο ενδιαφέρον, που το έργο προσφέρει στον θεατή.
ΣΤΟ ΧΕΙΛΟΣ ΤΟΥ ΓΚΡΕΜΟΥ: Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι ριψοκίνδυνος. Να περπατάει σε τεντωμένο σχοινί. Στο χείλος του γκρεμού. Η τέχνη και οι κίνδυνοι που κρύβει είναι πρόκληση για δημιουργία, ακριβώς όπως ο κόσμος και η τόσο συχνά αρνητική πραγματικότητα αποτελούν αιτίες δημιουργίας. Ένας φωτογράφος έχει τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας, όσο περισσότερο ερωτοτροπεί με την αποτυχία. Η εκ του ασφαλούς επιτυχία οδηγεί σε έργα προβλέψιμα, άρα ταχέως αναλώσιμα. Η πάλη με την αποτυχία, αν καταλήξει σε νίκη, θα οδηγήσει σε έργο αξίας. Οι κίνδυνοι προσδιορίζουν το μέτρο της επιτυχίας. Μια καλή φωτογραφία υπαινίσσεται και την αποτυχία της. Αυτήν που απέφυγε, αλλά στην οποία κινήθηκε ανατριχιαστικά κοντά. Άλλωστε, η τέχνη κρύβει και περιέργεια. Για τα όρια της Φωτογραφίας και του φωτογράφου. Κι αν δεν πας στην άκρη πώς θα τα ανακαλύψεις;
ΑΦΑΙΡΕΣΗ: Η αφαίρεση είναι συνώνυμη με την τέχνη. Αν και για πολύ καιρό ταυτίστηκε πολύ περιοριστικά και εσφαλμένα με την μη αναπαράσταση. Ο όρος μπορεί να συγγενέψει με την υπέρβαση, αφού και η τελευταία υπερ(δια)βαίνει το εικονιζόμενο, αφαιρώντας του την προφανή του λειτουργία. Εν τούτοις μεγαλύτερη σχέση έχει με την ακρίβεια και τη λιτότητα. Κι έτσι επανερχόμαστε στην αρχική του όρου έννοια, δηλαδή στην απομάκρυνση του περιττού. Αυτό αποτελεί και την μεγαλύτερη πάλη του καλλιτέχνη, ίσως και την έσχατη ανασφάλεια. Σαν τον γλύπτη που πετάει κομμάτια της πέτρας, κάνοντας κάθε κίνηση ολοένα και πιο κρίσιμη, για να πλησιάσει και να αγγίξει το σημείο, όπου η επόμενη σφυριά θα καταστρέψει το έργο. Στη σημαντική φωτογραφία δεν υπάρχει τίποτε περιττό, και δεν απουσιάζει τίποτα σημαντικό. Τότε η μεταμόρφωση αποκαλύπτεται. Και η υπέρβαση γεννιέται μέσα από την αφαίρεση.
01_14____________4f3a372bdd3c2  01_16____________4f3a3a83c7cf1
03_10____________4f3b8a50d2dba  03_11____________4f3b8b35d7674  03_15____________4f3b8ccd92647
07_01____________4f3cd0724928d    07_11____________4f3cda4071088
07_22____________4f3cdec781ee707_20____________4f3cdcb8f1853  

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Έντιμοι Στοχασμοί για Σκέψη F.W.N.

Σύμφωνα με την βαθυστόχαστη σκέψη ενός απ΄ τους μεγαλύτερους δασκάλους μας, του Τσαρλς Φορτ, πίσω από όλα τα πράγματα και τα φαινόμενα κρύβεται ένα ανείπωτο σύνολο, μια μυστική ενότητα που δεσπόζει παντού. Άρα η πολιτισμένη σκέψη του 19ου αιώνα που χαρακτήρισε την εποχή μας και ο κόσμος της ξερής δυαδικής λογικής, αντιπροσωπεύουν το δυϊσμό, που δεν κατανοεί τα πράγματα αλλά απλώς τα ξεχωρίζει σύμφωνα με τις ιδιότητές τους. Ο Φορτ πίστευε στη δυνατότητα δημιουργίας μιας νέας διανοητικής δομής… Αυτή λοιπόν ήταν η τρέλα που έβγαινε από το μικρό φτωχικό δωμάτιο στο Μπρονξ, για να εναντιωθεί στην στειρότητα και την μονοπωλιακή φαυλότητα της επιστήμης και του ορθολογισμού και ενάντια στην ίδια την δομή της σκέψης.
Αυτός πίστευε σε μια άλλη μορφή ευφυΐας που τη θεωρούσε αναγκαία, μια μυστική ευφυΐα, αφιερωμένη στην κατάκτηση του συνόλου, της ολότητας. Από εκεί και πέρα θα ανακαλύψει και θα εξερευνήσει και άλλες μεθόδους γνώσης. Η προετοιμασία γι’ αυτήν την αλλαγή, θα γίνει μέσα από ένα ταρακούνημα της ίδιας της σκέψης μας…Κι έλεγε “θα σας στείλω σε πόρτες που ανοίγουν για αλλού”…Λουί Πάουελς
..Μια επεξεργασία των καταραμένων. Με τον όρο καταραμένα εννοώ τα αποκλεισμένα, αυτά που έχουν απορριφθεί και αποσιωπηθεί. Θα κάνουμε μια επεξεργασία της πληροφορίας που η επιστήμη έχει αποκλείσει και εξορίσει. Τάγματα των αναθεματισμένων, οδηγημένα στην μάχη από θολές πληροφορίες που έχω ξεθάψει, θα παρελάσουν σαν στρατιές νεκροζώντανων… Θα τα διαβάσετε ή θα προελάσουν οργισμένα. Μερικά απ΄ αυτά φτωχά, μερικά οξύθυμα και φλογισμένα και μερικά απ΄ αυτά με την σαπίλα του τάφου πάνω τους. Κάποια απ΄ αυτά είναι πτώματα, σκελετοί, μούμιες, σπασμένα, ταλαντευόμενα, παρακινημένα από συντρόφους που ήταν καταραμένοι όταν ήταν ζωντανοί. Είναι γίγαντες που θα βαδίσουν δίπλα σας, αν και θα ακούγονται κοιμισμένοι.
Υπάρχουν πράγματα που είναι θεωρήματα και πράγματα που είναι σκουπίδια, κουρέλια. Θα ξεκινήσουν την πορεία τους, σαν τον Ευκλείδη χέρι με χέρι με το πνεύμα της αναρχίας. Εδώ και κει θα φτερουγίζουν μικρές πόρνες. Πολλά δεν είναι παρά κλόουνς. Αλλά πολλά αξίζουν το μεγαλύτερο σεβασμό. Πολλά είναι πληρωμένοι δολοφόνοι. Είναι αμυδρές δυσωδίες και κοκαλιάρικες δεισιδαιμονίες και απλές σκιές και ζωντανές συμφορές, παραξενιές και αξιαγάπητες οπτασίες.
Το πρόχειρο και το σχολαστικό, το εκκεντρικό και το γκροτέσκο και το ειλικρινές και το ανειλικρινές και το βαθύ και το παιδιάστικο. Ένα μαχαίρωμα κι ένα γέλιο και τα ασθενικά πλεγμένα χέρια της απελπισμένης ιδιοκτησίας. Το υπεραξιοσέβαστο, μα και το καταδικασμένο, έτσι κι αλλιώς… Η δύναμη που αναφώνησε σε όλα αυτά τα πράγματα ότι είναι καταραμένα, είναι η δογματική επιστήμη. Όμως θα προελάσουν. Οι μικρές πόρνες θα χοροπηδήσουν και τα τέρατα θα τραβήξουν πάνω τους την προσοχή και οι κλόουνς θα σπάσουν τον ρυθμό της ορχήστρας με τις παράφωνες ντουντούκες τους.
Αλλά…η μοναξιά της επεξεργασίας σε μία ενότητα. Το εντυπωσιακό και θαυμαστό των πραγμάτων που περνούν και περνούν και περνούν κι όλο έρχονται και έρχονται και έρχονται…Τα ακαταμάχητα αυτά πράγματα που ούτε απειλούν, ούτε χλευάζουν, ούτε προκαλούν, αλλά αυτο-οργανώνονται σε μαζικούς σχηματισμούς που περνούν και περνούν κι όλο συνεχίζουν. Έτσι, με τα καταραμένα εννοώ τα αποκλεισμένα. Αλλά και με τα αποκλεισμένα εννοώ αυτά που μια μέρα θα γίνουν εκείνα που θα αποκλείσουν. Κ ι οτιδήποτε είναι, δεν θα είναι. Κι οτιδήποτε δεν είναι, θα είναι.
Είναι η άποψη μας, ότι η ροή ανάμεσα σ΄ αυτό που είναι και σ΄ αυτό που δεν είναι και σ΄ αυτό που δεν θα είναι, ή εκείνη η κατάσταση που συνήθως απαράδεκτα ονομάζεται Ύπαρξη, είναι ένας ρυθμός κολάσεων και παραδείσων που εναλλάσσονται. Είναι η άποψή μας ότι το καταραμένο δεν θα παραμείνει καταραμένο, ότι η λύτρωση προηγείται της καταστροφής. Είναι η άποψή μας ότι τίποτε δεν μπορεί να επιχειρήσει να υπάρξει, εκτός αν επιχειρήσει να αποκλείσει κάτι άλλο. Ότι αυτό που κοινώς ονομάζεται Οντότητα, είναι μια κατάσταση που έχει κατασκευαστεί λίγο πολύ συμμετρικά με την εμφάνιση της θετικής διαφοράς ανάμεσα σ΄ αυτό που περικλείεται και σ΄ αυτό που αποκλείεται.
Όμως, είναι η άποψή μας, ότι δεν υπάρχουν θετικές διαφορές. Ότι όλα τα πράγματα είναι σαν ένα ποντίκι και ένα έντομο που έχουν εισχωρήσει τρώγοντας, μέσα στην καρδιά ενός κεφαλιού τυρί. Ένα ποντίκι και ένα έντομο. Δύο πράγματα δεν θα μπορούσαν να φαίνονται πιο διαφορετικά. Είναι εκεί μέσα, μια βδομάδα, μέσα στο τυρί και τρώνε, ή θα μείνουν εκεί μέσα ένα μήνα. Τότε και τα δύο, είναι μονάχα μεταβολές, μεταποιήσεις, μεταλλάξεις του τυριού. Το τυρί μεταμορφωμένο σε κάτι άλλο, μέσα στον εαυτό του. Πιστεύω ότι είμαστε όλοι ποντίκια και έντομα και δεν είμαστε παρά οι διαφορετικές εκφράσεις ενός τυριού που περικλείει τα πάντα.
Ή, ότι το κόκκινο δεν είναι θετικά διαφορετικό από το κίτρινο. Ότι είναι ακόμα ένας βαθμός μιας δόνησης (όποια δόνηση κι αν είναι αυτή που το κίτρινο θα ήταν ένας βαθμός της). Ότι το κόκκινο και το κίτρινο είναι συνεχή, ή ότι καταδύονται στο πορτοκαλί. Έτσι λοιπόν, αν πάνω στην βάση της “κιτρινότητας” και της “κοκκινότητας”, η επιστήμη επιχειρήσει να κατατάξει όλα τα φαινόμενα, περικλείοντας όλα τα κόκκινα πράγματα ως “αληθή” και αποκλείοντας όλα τα κίτρινα πράγματα ως “ψευδή” ή “αυταπάτες”, η οριοθεσία αυτή θα πρέπει να είναι λανθασμένη και αυθαίρετη. Διότι τα πράγματα που είναι χρωματισμένα πορτοκαλί, που συνιστούν μια Συνέχεια, θα ανήκουν και στις δύο πλευρές αυτής της αυθαίρετης συνοριακής γραμμής.
Καθώς διαλογιζόμαστε πάνω σ΄ αυτό, θα εντυπωσιαστούμε με το εξής, ότι καμιά βάση κατάταξης, ή περικλεισμού και αποκλεισμού, δεν έχει ποτέ συλληφθεί, πιο εύλογη από αυτήν της κοκκινότητας και της κιτρινότητας. Η επιστήμη, με έφεση σε διάφορες βάσεις, περικλείει ένα πλήθος πληροφορίας. Αν δεν το έκανε αυτό, δεν θα υπήρχε τίποτε με το οποίο να φαίνεται ότι κάτι υπάρχει. Η επιστήμη, με έφεση σε διάφορες βάσεις, έχει αποκλείσει ένα πλήθος πληροφορίας.
Τότε, αν η κοκκινότητα είναι συνεχής με την κιτρινότητα, αν κάθε βάση αποδοχής είναι συνεχής με κάθε βάση αποκλεισμού και μη-αποδοχής, τότε η επιστήμη των ανθρώπων έχει αποκλείσει κάποια πράγματα που βρίσκονται σε απόλυτη συνέχεια με αυτά που έχει αποδεχθεί. Με το παράδειγμα του κόκκινου και του κίτρινου, που βυθίζονται στο πορτοκαλί, αποτυπώνουμε όλα τα πειράματα, όλα τα στάνταρτ, όλα τα συστήματα, όλα τα μέσα που σχηματίζουν μια γνώμη. Ή έστω, ότι οποιαδήποτε θετική γνώμη πάνω σε ένα οποιοδήποτε θέμα, είναι μια αυταπάτη, κατασκευασμένη πάνω στην λανθασμένη αντίληψη ότι υπάρχουν θετικές διαφορές με τις οποίες μπορείς να κρίνεις κάτι.
Ότι η αναζήτηση όλης της ανθρώπινης διανόησης έγινε για κάτι – ένα γεγονός, μια βάση, μια γενικότητα, ένα νόμο, μια φόρμουλα, μια κύρια πρόταση που είναι θετική, ότι το καλύτερο που έγινε ποτέ, έγινε για να πούμε τελικά ότι κάποια πράγματα είναι αυταπόδεικτα – αν και με την λέξη απόδειξη εννοούμε την υποστήριξη από κάτι άλλο. Ότι αυτή είναι η μεγάλη αναζήτηση…Αλλά δεν τελείωσε ποτέ ή δεν άρχισε ποτέ. Αλλά η επιστήμη έδρασε, κυβέρνησε, αποφάνθηκε και καταράστηκε, σαν να είχε γίνει αυτή η αναζήτηση.

(πηγή: terra papers)

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

Φτάσε όπου δεν μπορείς

Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. 'Οχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε…» Νίκος Καζαντζάκης (18 Φεβρουαρίου 1883 - 26 Οκτωβρίου 1957), απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου "Αναφορά στον Γκρέκο", Εκδόσεις Καζαντζάκη.


Ο ήλιος βασίλεψε, θάμπωσαν τα βουνά, οι οροσειρές του μυαλού μου κρατούν
ακόμα λίγο φως στην κορφή τους, μα η άγια νύχτα πλακώνει, ανεβαίνει από τη γης, κατεβαίνει από τον ουρανό, και το φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί, μα το ξέρει, σωτηρία δεν υπάρχει, δεν θα παραδοθεί, μα θα σβήσει.

Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου, ποιον ν' αποχαιρετήσω; τι ν' αποχαιρετήσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό; Μάταια, μάταια, κατεβαίνουν όλα ετούτα μαζί μου στο χώμα.

Σε ποιον να εμπιστευθώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχώτικες λαχτάρες της νιότης, την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους, και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγουνται μα αρνιούνται, ως το θάνατο, να γίνουν στάχτη; Σε ποιον να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν' ανηφορίζω; Που να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;

Σφίγγω ήσυχα, πονετικά, ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου, το κρατούσα το χώμα τούτο πάντα μαζί μου, σε όλες μου τις περιπλάνησες, και στις μεγάλες μου αγωνίες το 'σφιγγα μέσα στη φούχτα μου κι έπαιρνα δύναμη, δύναμη μεγάλη, σα να 'σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη; Δεν την έχω ανάγκη πια, κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα, τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη, σα να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν' αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης. Αυτό ήμουν αιώνια, αυτό θα είμαι αιώνια, πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες, άγριο χώμα της Κρήτης, κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.

Τι αγώνας, τι αγωνία, τι κυνηγητό του ανθρωποφάγου αόρατου θεριού, τι επικίντυνες ουρανικές και σατανικές δυνάμες η φούχτα τούτη το χώμα! Ζυμώθηκε μ' αίμα, δάκρυο και ιδρώτα, γίνηκε λάσπη, γίνηκε άνθρωπος, πήρε τον ανήφορο, να φτάσει -που να φτάσει; Σκαρφάλωνε αγκομαχώντας το σκοτεινό όγκο του Θεού, 'απλωνε τα χέρια, έψαχνε, έψαχνε και μάχουνταν να βρει το πρόσωπό του.

Κι όταν, τα ολόστερνά ετούτα χρόνια, απελπισμένος πια, ένιωσε πως ο σκοτεινός αυτός όγκος δεν έχει πρόσωπο, τι καινούριος, όλο αναίδεια και τρόμο, αγώνας να πελεκήσει την ακατέργαστη κορφή και να της δώσει πρόσωπο -το πρόσωπό του!

Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου. Ας έρθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα. Είμαστε, εμείς οι θνητοί, το τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και κτίζουμε απάνω στην άβυσσο ένα νησί.

Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.

Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γης, ν' ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκουμαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο. δύσκολο, πολύ, να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ' αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα του κόσμου. λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δε θέλω πια τίποτα, τέλεψα το χρέος και φεύγω. μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες κι από τα χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει: «Στάσου ακόμα!»

Μάχουμαι να παρηγορήσω την καρδιά μου, να τη συβάσω να πει λεύτερα το ναι. Να μη φύγουμε σα σκλάβοι, δαρμένοι, κλαμένοι, από τη γης, παρά σα βασιλιάδες που έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν, δε θέλουν πια, και σηκώνουνται από το τραπέζι. Μα η καρδιά χτυπάει ακόμα μέσα στα στήθια, αντιστέκεται, φωνάζει: «Στάσου ακόμα!»

Στέκουμαι, ρίχνω στερνή ματιά στο φως, που αντιστεκεται κι αυτό, σαν την καρδιά του ανθρώπου, και παλεύει. Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, έπεσε απάνω στα χείλια μου μια χλιαρή ψιχάλα, η γης μύρισε. γλυκιά φωνή, μαυλιστικιά, ανεβαίνει από τα χώματα: «'Ελα.. έλα.. έλα...»

Πλήθυνάν οι ψιχάλες. το πρώτο νυχτοπούλι αναστέναξε, κι ο πόνος του κύλησε από τις νυχτομένες φυλλωσιές, γλυκός πολύ, μέσα στο βρεμένο αέρα. Ησυχία, γλύκα μεγάλη, κανένας στο σπίτι. κι έξω τα χωράφια διψούσαν κι έπιναν μ' ευγνωμοσύνη, με βουβήν ευδαιμονία, το πρωτοβρόχι. ανασηκώνουνταν η γης σα μωρό, κατά τον ουρανό, να βυζάξει.

'Εκλεισα τα μάτια. κρατούσα πάντα το σβώλο το χώμα της Κρήτης κι ο ύπνος με πήρε. Ο ύπνος με πήρε κι είδα όνειρο: Ξημέρωνε, λέει, ζυγαριάζουνταν αποπάνω μου ο Αυγερινός, έτρεμε, έλεγα τώρα θα πέσει. κι έτρεχα, έτρεχα ανάμεσα στα έρημα άνυδρα βουνά, ολομόναχος. Πέρα στην ανατολή πρόβαλε ο ήλιος. δεν ήταν ήλιος, ήταν ένα προύντζινο ταψί γεμάτο κάρβουνα αναμμένα. Ο αέρας χοχλάκιζε. Κάπου κάπου μια σταχτιά πετροπέρδικα πετούσε από το βράχο, χτυπούσε τα φτερά της και κακάριζε, χαχάριζε και με περγελούσε. ένα κοράκι, σ' ένα αναγύρισμα του βουνού, τινάχτηκε ως με είδε. σίγουρα θα με περίμενε, και με πήρε ξωπίσω σκώντας τα γέλια. Θύμωσα, έσκυψα, πήρα μιαν πέτρα να του την πετάξω. μα το κοράκι είχε αλλάξει κορμί, είχε γίνει ένα γεροντάκι και μου χαμογελούσε.

Τρόμος με κυρίεψε κι άρχισα πάλι να τρέχω. Στρούφιζαν τα βουνά, στρουφίζουμουν κι εγώ μαζί τους. ολοένα οι κύκλοι στένευαν, μ' έπιασε ζάλη. Χοροπηδούσαν γύρα μου τα βούνα, ένοιωσα ξαφνικά δεν ήταν ετούτα βουνά ήταν τ' απολιθώματα προκατακλυσμιαίου εγκέφαλου και μαύρος θεόρατος σταυρός ήταν καρφωμένος δεξιά μου, αψηλά, σε μιαν πέτρα, κι απάνω του ένα θεριακωμένο προύντζινο φίδι σταυρωμένο.

Αστραπή έσκισε το μυαλό μου, φώτισε γύρα μου τα βουνά, είδα: Είχα μπει στο φοβερόστροφιχτό φαράγγι που 'χαν πάρει, τώρα και χιλιάδες χρόνια, οι Εβραίοι, με το Γεχωβά μπροστάρι, φεύγοντας την ευτυχισμένη παχιά γη του Φαραώ. Το φαράγγι ετούτο στάθηκε το πύρινο αργαστήρι όπου, πεινώντας. διψώντας, βλαστημώντας, σφυροκοπήθηκε η ράτσα του Ισραήλ.

Τρόμος με κυρίεψε, τρόμος και χαρά μεγάλη. ακούμπησα σ' ένα βράχο να καταλαγιάσει το στροβίλισμα του μυαλού μου, 'εκλεισα τα μάτια, κι ολομεμιάς τα πάντα γύρα μου αφανίστηκαν. ένα ελληνικό ακρογιάλι απλώθηκε μπροστά μου, θάλασσα σκούρα λουλακιά, κόκκινοι βράχοι, κι ανάμεσα στους βράχους η χαμηλή μπασιά κατασκότεινης σπηλιάς. 'Ενα χέρι τινάχτηκε μέσα από τον αέρα και σφήνωσε στη φούχτα μου ένα δαδί αναμμένο. Κατάλαβα την προσταγή. έκαμα το σταυρό μου, τρύπωξα μέσα στη σπηλιά.

Γύριζα, γύριζα, τσαλαβουτούσα σε μαύρα παγωμένα νερά, κρέμουνταν απάνω από το κεφάλι μου ογροί, γαλάζοι σταλαχτίτες, ασκώνουνταν από τη γης γιγάντιοι πέτρινοι φαλλοί που στραφτάλιζαν και γελούσαν στη δαδίσια αναλαμπή. 'Ηταν η σπηλιά ετούτη το θηκάρι μεγάλου ποταμού και το 'χε παρατήσει αδειανό, γιατί άλλαξε, μέσα στους αιώνες πορεία...

Σούριξε το προύντζινο φίδι θυμομένο. άνοιξα τα μάτια, είδα πάλι τα βουνά, το φαράγγι, τους γκρεμούς. η ζάλη είχε κατασταλάξει. τα πάντα ακινήτησαν, φωτίστηκα, κατάλαβα: όμια και τις πυρπολούμενες γύρα μου οροσειρές τις είχε καταστρέψει ο Γεχωβάς για να περάσει. Είχα μπει μέσα στο φοβερό θηκάρι του θεού, ακολουθούσα, πατούσα τ' αχνάρια του.

-Αυτός είναι ο δρόμος, φώναξα μέσα στ' όνειρό μου, αυτός είναι ο δρόμος του ανθρώπου, άλλον δεν έχει!

Κι ως τινάχτηκε από τα χείλια μου ο αυθάδης ετούτος λόγος, ανεμοσίφουνας με τύλιξε, φτερούγες άγριες με σήκωσαν, κι ολομεμιάς βρέθηκα στην κορφή του θεοβάδιστου Σινά. Μύριζε ο αγέρας θειάφι, τα χείλια μου μερμήδιζαν, σα να τ' αγκύλωσαν αρίφνητες, αόρατες σπίθες. Σήκωσα τα βλέφαρα. ποτέ τα μάτια μου, ποτέ τα σπλάχνα μου δε είχαν χαρεί τόσο απάνθρωπο, τόσο αρμονισμένο με την καρδιά μου όραμα, χωρίς νερό, χωρίς δεντρό, χωρίς ανθρώπους. Χωρίς ελπίδα. Εδώ η ψυχή ενός απελπισμένου ή περήφανου ανθρώπου βρίσκει την άκρα ευδαιμονία.

Κοίταξα το βράχο όπου στεκόμουν . δυο βαθιές γούβες σκαμμένες στο γρανίτη θα 'ταν οι πατημασιές του προφήτη με τα κέρατα που περίμενε τον πεινασμένο Λιόντα να προβάλει. Εδώ, στην κορφή του Σινά, δεν του 'χε δώσει προσταγή να περιμένει; Περίμενε.

Περίμενα κι εγώ. 'Εσκυβα απάνω από τον γκρεμό, αφουκράζουμουν. άξαφνα, μακριά, μακριά πολύ, κουφοβρόντηξαν πατημασιές. Κάποιος ζύγωνε, και τα βουνά κουνιούνταν. έπαιζαν τα ρουθούνια μου -όλος ο αγέρας μύριζε μπροσταρότραγος. «'Ερχεται! 'Ερχεται!» μουρμούριζα κι έζωνα σφιχτά τη μέση μου. συντάζουμουν να παλέψω.

Αχ, πόσο την είχα λαχταρίσει τη στιγμή ετούτη! Χωρίς να μπαίνει στη μέση και να με παραπλανάει ο αδιάντροπος ορατός κόσμος, ν' αντικρίσω, πρόσωπο με πρόσωπο, το λιμασμένο θεριό της ζούγκλας τ' ουρανού. Τον Αόρατο. Τον Ανερχόταγο. Τον αγαθό Πατέρα που τρώει τα παιδιά του και στάζουν τα χείλια του, τα γένια του, τα νύχια του αίματα.

Θα του μιλήσω θερρετά, θα του πω τον πόνο του ανθρώπου, τον πόνο του πουλιού, του δεντρού και της πέτρας, όλοι πήραμε απόφαση, δε θέμε να πεθάνουμε, κρατώ μιαν αναφορά, την υπόγραψαν όλα τα δέντρα, τα πουλιά, τα θεριά, οι ανθρώποι, δε θέμε, Πατέρα, να μας φας, και δε θα φοβηθώ, θα του τη δώσω.

Μιλούσα, παρακαλούσα, έσφιγγα τη μέση μου κι έτρεμα.

Κι εκεί που περίμενα, σα να μετακουνήθηκαν οι πέτρες κι άκουσα μεγάλη αναπνοή.

«Νά τος... νά τος έφτασε ! ». μουρμούρισα και στράφηκα ανατριχιάζοντας.

Μα δεν ήταν ο Γεχωβάς, δεν ήταν ο Γεχωβάς, ήσουν εσύ Παππού, από το αγαπημένο χώμα της Κρήτης, και στέκοσουν μπροστά μου, άρχοντας αυστηρός, με το σφηνωτό γενάκι το κάτασπρο, με τα στεγνά χείλια τα σφιγμένα, με το εκστατικό μάτι, το γεμάτο φλόγες και φτερούγες, και στα μαλλιά σου περιπλέκουνταν ρίζες από θυμάρι.

Με κοίταξες, κι ως με κοίταξες ένοιωσα πως ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο αστροπελέκι κι άνεμο, σύνεφο κι η ψυχή του ανθρώπου φορτωμένη αστροπελέκι κι άνεμο, κι από πάνω φυσάει ο θεός και σωτηρία δεν υπάρχει.

Σήκωσα τα μάτια, σε κοίταξα. 'Eκαμα να σου πω: «Παππού, αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία;»μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου, έκαμα να σε ζυγώσω, μα τα γόνατά μου λύγισαν.

'Aπλωσες τότε το χέρι, σα να πνίγομουν κι ήθελες να με σώσεις.

Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου, πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς ζωγράφιζε ακόμα, έκαιγε. 'Aγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω.

-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ' μου μιαν προσταγή.

Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου. δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά. ως τις ρίζεςτου μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.

-Φτάσε όπου μπορείς παιδί μου...

Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σα νάβγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.

'Εφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.

-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ μου μιαν πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.

Κι ολομεμιάς, ως να τα πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεγμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:

-Φτάσε όπου δεν μπορείς!...

Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο. είχε πια ξυμερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν. τα φύλλα των δέντρων ήταν φορτωμένα δάκρυα.

-Φτάσε όπου δεν μπορείς!

'Ηταν η φωνή σου. κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορούσε ένα τέτοιο αρσενικό λόγο να ξεστομίσει, μονάχα εσύ, Παππού ανεχόρταγε! Δεν είσαι εσύ ο αρχηγός ο απροσκύνητος, ο ανέλπιδος, της στρατευόμενης γενιάς μου; Δεν είμαστε εμείς οι λαβωμένοι, οι πεινασμένοι, οι μπουμπουνοκέφαλοι, οι σιδεροκέφαλοι, που αφήσαμε πίσω μας την καλοπέραση και τη βεβαιότητα και πας εσύ μπροστά και κάνουμε γιουρούσι να σπάσουμε τα σύνορα;

Το λαμπρότερο πρόσωπο της απελπισίας είναι ο θεός. το λαμπρότερο πρόσωπο της ελπίδας είναι ο θεός. πέρα από την ελπίδα και την απελπισία, πέρα από τα παμπάλαια σύνορα, με σπρώχνεις, Παππού. Πού με σπρώχνεις; Κοιτάζω γύρα μου, κοιτάζω μέσα μου. η αρετή τρελάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελάθηκε . πρέπει να 'ρθει πάλι ο Νους ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους. πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος.

Αυτό θες, κατά κει με σπρώχνεις, κατά κει μ' εσπρωχνες πάντα. άκουγα μέρα νύχτα την προσταγή σου. μάχουμουν, όσο μπορούσα, να φτάσω όπου δεν μπορούσα, αυτό είχα βάλει χρέος μου. αν έφτασα ή δεν έφτασα, εσύ θα μου πεις. 'Ορθιος στέκουμαι μπροστά σου και περιμένω.

Στρατηγέ μου, τελεύει η μάχη, κάνω την αναφορά μου. να που πολέμησα, να πως πολέμησα, λαβώθηκα, δείλιασα, μα δε λοποτάχτησα. τα δόντια μου καταχτυπούσαν από το φόβο, μα τύλιγα σφιχτά το κούτελό μου μ' ένα κόκκινο μαντίλι, να μην ξεκρίνουνται τα αίματα, κι έκανα γιουρούσι.

'Ενα ένα μπροστά σου τα φτερά της καλιακούδας μου ψυχής θα τα μαδήσω, ωσότου ν' απομείνει ένα σβωλαράκι χώμα κι αυτή, ζυμωμένο με δάκρυο, αίμα κι ιδρώτα. Θα σου πω τον αγώνα μου, ν αλαφρώσω. θα πετάξω από πάνω μου την αρετή, την ντροπή, την αλήθεια, ν' αλαφρώσω. Πως έπλασες εσύ το «Τολέδο στην καταιγίδα»; 'Ομοια, με βαριά μαύρα σύννεφα, ζωσμένη κίτρινες αστραπές, ανέλπιδα κι ανένδοτα παλεύοντας με το φως και με το σκοτάδι, η ψυχή μου. Θα τη δεις, θα τη ζυγιάσεις ανάμεσα στα σπαθωτά φρύδια σου και θα τα κρίνεις. Θυμάσαι το βαρύ λόγο που λέμε εμείς οι Κρητικοί: «'Οπου αστοχήσεις, γύρισε. κι όπου πετύχεις φύγε!» Αναστόχησα, και μια ώρα ζωή ακόμα να μου απομένει, θα ξαναγυρίσω στην έφοδο. αν πέτυχα θ' ανοίξω τη γης, να ρθω να ξαπλώσω στο πλάι σου.

'Ακουσε το λοιπόν Στρατηγέ, την αναφορά μου και κάμε κρίση. άκουσε, Παππού, τη ζωή μου, κι αν πολέμησα κι εγώ μαζί σου, αν λαβώθηκα χωρίς κανένας να μάθει πως πόνεσα, αν δε γύρισα ποτέ την πλάτη μου στον οχτρό, δώσε μου την ευκή σου!».


(Νίκος Καζαντζάκης)