Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Ζωές

Κι έτσι πάνε και σβήνουνε όπως πάνε.

Λέω τις ζωές που δόθηκαν στο φως
αγάπης γαληνής, κι ενώ κυλούν
σαν ποταμάκια, εντός τους το σφαλούν
αιώνια κι αξεχώριστα, καθώς στους ουρανούς ήλιοι κυλούν.
Λέω τις ζωές που δόθηκαν στο φως...

Λέω τις ζωούλες που' ναι κρεμαστές
απ' τα ρουμπίνια χείλη γυναικός
ως κρέμονται στα εικονοστάσια εμπρός
τα τάματα, οι καρδιές ασημωτές,
κι είναι όμοια ταπεινές, όμοια πιστές
στ' αγαπημένα χείλη γυναικός
Λέω τις ζωές που είναι κρεμαστές...

Που δεν τις υποψιάζεται κανείς,
έτσι όπως ακλουθάνε σιωπηλές
και σκότεινες και ξένες και θλιβές
το βήμα, την ιδέα μιας λυγερής
(κι αυτή δεν υποψιάστη) που στη γης
θα γείρουνε, θα σβήσουν σιωπηλές.
Που δεν τις υποψιάζεται κανείς...

Που διάβηκαν αμφίβολα, θαμπά
σαν άστρα κάποιας ώρας αυγινής,
από την σκέψη μιας περαστικής
που, για να τρέχει τόσο χαρωπά,
δεν είδε τις ζωές που σβηούν σιγά
σαν την ψυχή καντήλας αυγινής.
Που διάβηκαν αμφίβολα, θαμπά...


 (Κώστας Καρυωτάκης)
Από τη συλλογή «Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων», η οποία κυκλοφόρησε το Φεβρουάριο του 1919 σε 120 μόνο αντίτυπα.

Σχετικά με την "Εξομολόγηση"

Είναι η εξομολόγηση μου, κι αν δε λέω τίποτα, 

είναι που δεν έχω τίποτα να πω!


Τι μπορεί δηλαδή να εξομολογηθεί κανείς που να αξίζει τον κόπο 


ή που να είναι χρήσιμο;


Αυτό που μας έχει συμβεί, είτε συνέβη σ' όλον τον κόσμο είτε μόνο σ' εμάς !


Στην πρώτη περίπτωση δεν έχουμε τίποτα το καινούριο να πούμε,
στη δεύτερη κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει.


 (Fernando António Nogueira de Seabra Pessôa)

Όσο Μπορείς


Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.


 (Κωνσταντίνος Καβάφης)
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) 

H εφηβεία της λήθης

Περιμένω λίγο
να σκουρήνουν οι διαφορές και τ'αδιάφορα
κι ανοίγω τα παράθυρα.Δεν επείγει
αλλά το κάνω έτσι για να μην σκεβρώσει η κίνηση.
Δανείζομαι το κεφάλι της πρώην περιέργειας μου
και το περιστρέφω.Όχι ακριβώς περιστρέφω.
Καλησπερίζω δουλικά όλους αυτούς τους κόλακες
των φόβων,τα αστέρια .Όχι ακριβώς καλησπερίζω.
Στερεώνω με βλεμμάτινη κλωστή
τ'ασημένια κουμπάκια της απόστασης
κάποια που έχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν.
Δεν επείγει.Το κάνω μόνο για να δείξω στην απόσταση
πόσο ευγνωμονώ την προσφορά της.

Αν δεν υπήρχε η απόσταση
θα μαραζώνανε τα μακρινά ταξίδια
με μηχανάκι θα μας έφερναν στα σπίτια
σαν πίτσες την υφήλιο που ορέχτηκε η φυγή μας.
Θα ήτανε σαν βδέλλες κολλημένα
πάνω στα νιάτα τα γεράματα
και θα με φώναζαν γιαγιά απ'τα χαράματά μου
εγγόνια μου και έρως αδιακρίτως.
Και τι θα ήταν τ'άστρα
δίχως την υποστήριξη που τους παρέχει η απόσταση.
Επίγεια ασημικά,τίποτα κηροπήγια τασάκια
να ρίχνει εκεί τις στάχτες του ο αρειμάνιος πλούτος
να επενδύει ο θαυμασμός την υπερτίμησή του.

Αν δεν υπήρχε απόσταση
στον ενικό θα μας μιλούσε η νοσταλγία.
Οι σπάνιες τώρα ντροπαλές της συναντήσεις
με την πληθυντική ανάγκη μας
μοιραία τότε θ'αφομοίωναν
την αλανιάρα γλώσσα της συχνότητας.

Βέβαια,αν δεν υπήρχε η απόσταση
δεν θα'τανε σαν άστρο μακρινό εκείνος ο πλησίον
θα'ρχοταν στην πρωτεύουσα προσέγγιση
μόνο δυο βήματα θ'απέχανε τα όνειρα
από τη σκιαγράφησή του.
Όπως κοντά μας θα παρέμενε
η ύστατη φευγάλα της ψυχής.
Προς τί η τόση περιπλάνηση.Χώρος
κενός υπάρχει.Εμείς θα κατεβαίναμε
να ζήσουμε στο υπόγειο κορμί μας
κι εκείνη με τον μύθο της και τα συμπράγκαλά του
θα μετεμψυχωνότανε σε σώμα.

Αν δεν υπήρχες εσύ απόσταση
θα πέρναγε πολύ ευκολότερα
πιο γρήγορα εν μια νυκτί η λήθη
τη δύσκολη παρατεταμένη εφηβεία της
αυτό που χάριν ευφωνίας ονομάζουμε μνήμη.

Όχι ακριβώς μνήμη.Στερεώνω
με βλεμμάτινη κλωστή ομοιώσεις
έχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν.
Όχι ακριβώς στερεώνω.Δουλικά περιστρέφομαι
γύρω απ'αυτούς τους κόλακες του χρόνου που
χάριν συντομίας τους ονόμασα μνήμη.
Όχι ακριβώς μνήμη.Ανεφοδιάζω διάττοντες
με παρατεταμένη εκμηδένιση.Επείγει.

 (Κική Δημουλά)

Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης (αποσπάσματα)

" Τίποτα μα τίποτα δεν εξοργίζει τον άνθρωπο όσο το να του στερούν την ελευθερία του, να μην του επιτρέπουν να είναι ο εαυτός του, είτε το καταλαβαίνει συνειδητά είτε όχι. Θα επαναλάβουμε πως δεν είμαστε μόνο αυτό που ξέρουμε και που καταλαβαίνουμε, δεν είμαστε μονάχα το συνειδητό μας. Υπάρχει πάντα μαζί μας ένας άγνωστος εαυτός, που παίζει δραματικό ρόλο στα αισθήματα και στις συμπεριφορές μας και που κάθε τόσο η απρόβλεπτη αντίδρασή του μας αφήνει άναυδους."

" Κι έτσι η ζωή μας συνεχίζει να είναι -ενίοτε μέχρι τέλους- μια ζωή διαλεγμένη από γούστα άλλων, από κριτήρια ξένα. Γι ΄αυτό και είμαστε ανεξήγητα ανικανοποίητοι, καταθλιπτικοί, θυμωμένοι γενικώς. Γιατί δε ζούμε, παίζουμε ρόλους. Δε δρούμε, αντιδρούμε ή υποτασσόμαστε -για λίγη γονεϊκή έγκριση, για κάποιο "μπράβο" τους τσιγκούνικο που μας έλειψε, ξεπουλάμε τη ζωή μας. Μαθαίνουμε από πολύ νωρίς να οργανώνουμε χορούς μεταμφιεσμένων, αγωνιούμε μην πέσουν οι μάσκες μας, μην φανερωθεί γυμνό το βλέμμα μας ακόμη και μέσα στον δικό μας καθρέφτη. Είναι ασύλληπτα κουραστικό αυτό, και ασύλληπτα βλακώδες."

" Ο θυμός είναι εξαιρετικά νοσογενής, γιατί -ξανά από οίκτο, αλλά και φόβο- αγωνίζεται να συγκρατηθεί, να παραμείνει βουβός, ανεκδήλωτος. Επειδή όμως μαζεύεται και συμπιέζεται, αποκτά δύναμη ατμού που μπορεί να εκτινάξει σαν βόμβα τη χύτρα, να κινήσει πλοία, ατμομηχανή με συρμούς. Συνήθως δε λέμε ακριβώς αυτό που μας θυμώνει, επειδή μας φυλακίζει στις ενοχές. Καταλήγουμε να λέμε άλλα κι άλλα, όταν πια δεν αντέχουμε την πίεση, και γι ΄αυτό τέτοιες εκρήξεις καταντούν τόσο υπερβολικές και παράλογες. Γιατί δεν φανερώνουν αλήθειες, αντίθετα κρύβουν αλήθειες και ως εκ τούτου, είναι απελπισμένες Θα ακολουθήσει συνήθως μαι μάχη άγρια, μια παρεξήγηση καινούργια, νέα οργή και νέος πόνος, για να επιστρέψουμε ξανά σε νέες τύψεις που θα μαζευτούν σωρευτικά μέσα μας στην αποθήκη των εκρηκτικών που χρόνια και χρόνια συγκεντρώνουμε Ένας φαύλος κύκλος."

" Όταν κάποιος μας μιλάει και μας μιλάει, να προσπαθούμε, πιο πολύ από τα λόγια του, να παρατηρούμε τα μάτια του, τη φόρτιση της φωνής, τις κινήσεις των χεριών. Αυτά τα ανεξέλεγκτα κομμάτια της παρουσίας του είναι κατά πολύ περισσότερο ειλικρινή γιατί ο ίδιος δεν τα παρατηρεί εύκολα."

Αναζητώντας κάποτε γιατί νιώθω πάντα μου τόσο όμορφα και άνετα κοντά σε αγαπημένο φίλο, του φώναξα με ενθουσιασμό, όταν επιτέλους το ανακάλυψα: "Κοντά σου είμαι ο εαυτός μου! Γίνομαι ο εαυτός μου απλά. Δε μου συμβαίνει εύκολα αυτό".
Ακούγεται κοινότυπο, αλλά για μένα ήταν μια σπουδαία αποκάλυψη. Αποκάλυψη; Ανακάλυψη; Συχνά με γοητεύει να αναρωτιέμαι ανάμεσα σ' αυτές τις δυο λέξεις ποια απ' τις δυο συμβαίνει τώρα. Τι ευτυχισμένη ειρήνη, λοιπόν, να μας επιτρέπει ο άλλος να είμαστε αυτό που όντως είμαστε! Αλλιώς κουραζόμαστε, θυμώνουμε. Τίποτα δεν κουβαλάει τόσο άγχος όσο η προσποίηση, η αγωνία να είμαστε αυτό που δεν είμαστε. Καμιά καταπίεση και καμιά αυτοκαταπίεση δεν είναι περισσότερο αποπνικτική.

Το συναίσθημα είναι από τη φύση του ωκεανός. ' Αρα διαρκώς αλλάζει χρώμα, κίνηση και μορφή, με το παραμικρό. Έχουμε την τάση, λιγόψυχοι όντες, να πιστεύουμε πως αυτό που αισθανόμαστε τώρα είναι παντοτινό, κι αν το βράδυ αλλάξουμε συναισθηματική διάθεση, πάλι θα νομίζουμε πως αυτό που νιώθουμε τώρα είναι το για πάντα. Πολύ δύσκολα και αργόσυρτα μαθαίνουμε συναισθηματικά, λες και τα συναισθήματα είναι πιο ισχυρά από τη γνώση, την ευφυΐα, πιο πειστικά από την πείρα. Οι πιο συναισθηματικοί τύποι ζουν ζωή πιο πλούσια και πιο μαρτυρική μαζί. Είτε είναι είτε δεν είναι έτσι, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, πάντα διαλέγουμε: Να είναι η ζωή μου πλούσια και μαρτυρική, ή φτωχή και "ασφαλισμένη"; Η νιότη πάντα επέλεγε το πρώτο. Έτσι διαιωνίστηκε ο άνθρωπος και οι ωραίες τέχνες του, από την παρόρμηση, τον εσωτερικό πλούτο και το μαρτύριο.

Μου άρεσε εκείνη η φράση που διάβασα σε μια εργασία πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις: Δε μένεις εκεί όπου δε σε θέλουν. Είναι από τα λόγια που λειτουργούν μέσα μου σαν έξοδος κινδύνου, σαν σημαιάκι περηφάνιας. Η περηφάνια δεν έχει να κάνει με την ταπείνωση, δεν είναι αντίθετη. Θα έλεγα μάλιστα πως η ταπείνωση, όπως και η σεμνότητα, είναι πάντοτε αξιοπρεπείς. Ταπείνωση μεταξύ άλλων σημαίνει πως σέβομαι βαθιά τα αισθήματα του άλλου, και ακόμη πιο πολύ τα αισθήματά του προς το δικό μου πρόσωπο. Δεν επιτρέπεται να τα αγνοήσω, να τα διαστρέψω, να τα επιβάλω. Άσε που ποτέ δεν επιβάλλονται αισθήματα, είναι η πιο ανεξάρτητη, αυτόνομη περιοχή της ύπαρξης μας, σαν άλλος άνθρωπος.

Δε μας επιτρέπεται λοιπόν να επιβάλλουμε την παρουσία μας, τη γνώμη μας, τη βοήθειά μας, τη λατρεία μας, αν ο άλλος δεν το θέλει. Ούτε κανένας δικαιούται "να σώσει" κάποιον που αρνείται να σωθεί, και μάλιστα με τον τρόπο που εμείς εννοούμε τη λύτρωση του. Η υπόθεση της σωτηρίας ή του χαμού του καθενός είναι μια αποκλειστική του υπόθεση, η κορωνίδα της ελευθερίας του. Τέτοιες "με το ζόρι σωτηρίες" επιβάλλουν μονάχα τα δικτατορικά καθεστώτα που ξέρουν το καλό του άλλου, χωρίς να το ξέρει ο ίδιος.

Καμιά λέξη δεν είναι πιο ασταθής όσο το "ποτέ" και το "πάντα" στα ανθρώπινα. Ειδικά στον έρωτα, ένα "πάντα" καλύπτει με ειλικρίνεια μονάχα την ώρα που προφέρεται. Είναι στα μυστήρια δικαιώματα του μυστήριου έρωτα κι αυτό. Θα πρέπει να γνωρίζουμε από την αρχή, από τη στιγμή που μέσα μας ανθεί η ερωτική ανάγκη. Κι ύστερα, το πρόσωπο που ερωτευόμαστε, ή μας ενθουσιάζει ως φίλος, ως συνεργάτης, ως οτιδήποτε, δεν είναι πάντα αληθινό ή δεν είναι το μόνο πρόσωπο του άλλου. Με άλλο χαρακτήρα ξεκινάς μια σχέση και με άλλο χαρακτήρα βρίσκεσαι με τον καιρό. Διότι τα δεδομένα που είχαμε σωρεύουν με τον καιρό νέα δεδομένα κι αλλάζουν, οι συνθήκες επιδρούν, τα χρόνια εμφανίζουν πτυχές άγνωστες, προστίθενται καινούργια, κρυμμένα στοιχεία του άλλου προσώπου στη γνωριμία και στο κοινό βίωμα που ξεκινήσαμε.
"Δε σε αναγνωρίζω!..." Είναι τόσο συνηθισμένη αυτή η απελπισμένη κραυγή στις σχέσεις.
"Δεν το περίμενα από εκείνη ποτέ!"
Και δεν προκύπτουν από υποκρισία πάντοτε τούτες οι δυσάρεστες, συντριπτικές κάποτε, εκπλήξεις. Είναι γιατί ο ανθρώπινος ψυχισμός θυμίζει χώρα αβυσσαλέα. Και ο ίδιος μας ο εαυτός πολλά "δεν τα αναγνωρίζει!" στον εαυτό του. Πολλά "Δεν το περίμενα από μένα ποτέ!" Πως να εγγυηθείς και να προφέρεις ένα κυριολεκτικό "πάντα", ένα πρόσωπο σταθερό και συνεπές, όταν δεν το κατέχεις ; Πως να δώσεις κάτι που δεν έχεις; Πως να ορκιστείς για έναν άγνωστο εαυτό στον άγνωστο εαυτό του άλλου;

Ό,τι αληθινό αξιωθήκαμε να μας ακουμπήσει με τη χάρη του και γνήσια μας συγκίνησε κάποτε μας συγκινεί για πάντα. Έρωτες αληθινοί, χάρτινοι ήρωες αληθινοί, μελωδίες και φωνές αληθινές που πέρασαν από το αυτί μας, φωτογραφίες, εικόνες πραγματικότητας και εικόνες από κινηματογραφικές ταινίες πιο αληθινές από την πραγματικότητα, στίχοι, φίλοι χαμένοι, αγαπημένοι νεκροί, όλα θα περνούν πάντα από κοντά μας και δε θα περνούν. Θα αποθηκεύονται, ακόμη και εν αγνοία μας, εντός μας, σ' ένα προσωπικό υπόγειο μυστηρίων και θαυμάτων.
Είναι σοφία να φτιάχνει και να συντηρεί κανείς τέτοια υπόγεια. Αν και από μόνα τους έχουν τόση δύναμη που, θες δε θες, τα θυμάσαι δεν τα θυμάσαι, τα συνειδητοποιείς ή όχι, τέτοια υπόγεια συντηρούνται. Γιατί είναι η σκιά μας. Κι αν λέγεται πως μια μουσική από τις παύσεις και τις σιωπές της ακούγεται, έτσι και μια ζωγραφιά, η ζωγραφιά του επίγειου ταξιδιού μας, από τις σκιές της φωτίζεται.


 (Μάρω Βαμβουνάκη)

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Απόψε μου πάει...

Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.
Να γράψω, ας πούμε: «Έχει μι' αστροφεγγιά απόψε
και τα μενεξεδιά αστεράκια λαμπυρίζουνε στα χάη».
Της νύχτας ο άνεμος διαβαίνει στους ουρανούς και τραγουδάει.
Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια .
Την αγαπούσα εγώ, και κάπου - κάπου μ' αγάπαγε κι εκείνη.

Χιλιάδες βράδια , όπως και τώρα, την έσφιγγα στην αγκαλιά μου.
Αμέτρητα φιλιά της έδινα κάτω απ' τον άσωτο ουρανό.
Μ' αγάπαγε κι εκείνη, και κάπου - κάπου την αγάπαγα κι εγώ.
Πως να μην τ' αγαπήσεις τα μεγάλα , τα ήμερα μάτια της.
Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.
Θα σκέφτομαι πως δεν την έχω εγώ.
Θα νιώθω ότι την έχω χάσει.
Θ' ακούω την απέραντη νύχτα,
την πέντε φορές απέραντη χωρίς εκείνην.
Και τους στίχους να πέφτουν στην ψυχή μου
όπως πέφτει η δροσιά στο λιβάδι.
Τι έχει να κάνει που η δικιά μου αγάπη
εκείνηνε δεν την αγγίζει...
Έχει μι' αστροφεγγιά απόψε, μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.
Αυτά λοιπόν. Πέρα , μακριά , άνθρωποι τραγουδάνε.
Μακριά , πέρα.
Πως να χαρεί η ψυχή μου, αφού εκείνη εχάθηκε...
Την αναζητάει η καρδιά μου, τη γυρεύει παντού.
Την αναζητάει η καρδιά μου , μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.
Απαράλλαχτη η νύχτα ασημώνει τ' απαράλλαχτα δένδρα.
Μα από τότε όμως εμείς ως τώρα έχουμε αλλάξει.
Τώρα πια δεν την αγαπάω , σίγουρα....
Πόσο όμως, Θέ μου, την αγάπαγα τότε.
Πολέμαγε η φωνή μου να βρει τη ριπή του ανέμου
που θαν της άγγιζε το αφτί.
Με άλλον. Με κάποιον άλλον θα είναι.
όπως και πριν τήνε πάρει το φιλί μου.
Η φωνή της , τ' αστραφτερό της σώμα.
Τ' ατέλειωτα μάτια της.
Τώρα πια δεν την αγαπάω, σίγουρα...
Μπορεί όμως και να την αγαπάω.
Βιάζεται ο έρωτας να λείψει κι αργεί να φύγει η λησμονιά.
Χιλιάδες βράδια αφού , όπως και τώρα,
την έσφιγγα στην αγκαλιά μου -
πως να χαρεί η ψυχή μου , αφού εκείνη εχάθηκε...
Μπορεί να 'ναι αυτός ο τελευταίος καημός
που μου ανάβει εκείνη,
κι αυτοί εδώ οι τελευταίοι στίχοι που γράφω για κείνην εγώ .
 (Pablo Neruda)

Πώς μπορείς


Πώς μπορείς να χωρέσης
Σε μιά μηδαμινότητα
Απλώνοντας την ατέλειωτη μοναξιά σου
Μέσα σ' ένα στήθος
Μια καρδιά
Που πετάει σπίθες

Διψάς, κρυώνεις
Έχεις την πείνα του πόνου
Για να μπορέσης να θρέψης
Την οδύνη του εαυτού σου

Δε μπορώ να σηκώσω καμμιά σκιά
Να περπατήσω γυμνός
Ανάμεσα στα φαντάσματα

Είδωλο θαμπό λησμονημένο καράβι
Ξαφνιάζοντας τους ανέμους
Αναζητώ έναν ήλιο
Ένα σβησμένο πρόσωπο
Μέσα σ' όλες τις νύχτες

Δε μπορώ να θυμηθώ
Σηκώνοντας την τρομερή σου αγάπη
Σαν ένα ουρανό προγενέστερο
Ανοιγμένο στην άβυσσο
Των πουλιών και της θάλασσας

Σαν τους αγγέλους που συντρίβονται
Απ' την απέραντη
Λεφτεριά...


 (Γ.Θέμελης)

Χωρίς να είμαστε τίποτ' άλλο παρά μόνο άνθρωποι

Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι, περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα

Φοβισμένοι, αφήνοντας τις λέξεις μας να είναι τρυφερές
Από φόβο μήπως ξυπνήσουμε τις κουρούνες,
Από φόβο μήπως έρθουμε
Αθόρυβα μέσα σ’ έναν κόσμο φτερών και κραυγών.

Αν ήμασταν παιδιά, ίσως να σκαρφαλώναμε, 
Θα πιάναμε τις κουρούνες να κοιμούνται, και δεν θα σπάγαμε ούτε κλαράκι,
Και, μετά το μαλακό ανέβασμα,
Θα τινάζαμε τα κεφάλια μας πιο πάνω απ’ τα κλαριά
Για να θαυμάσουμε την τελειότητα των άστρων.

Πέρα απ’ τη σύγχυση, όπως συμβαίνει συνήθως, 
Και τον θαυμασμό για όσα ο άνθρωπος γνωρίζει,
Πέρα απ’ το χάος θα ‘ρχόταν η μακαριότητα.

Αυτό, τότε, είναι ομορφιά, είπαμε, 
Παιδιά που με θαυμασμό κοιτάζουν τ’ αστέρια,
Είναι ο σκοπός και το τέλος.

Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι, περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα.


 (Dylan Marlais Thomas)

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Γιὰ τὴ ζωή


Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε 
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά, 
Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος, 
Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα. 
Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς.



Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε 
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρὰ 
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ 
Ποὺ ἔτσι, νὰ ποῦμε, ἀκουμπισμένος σ᾿ ἕναν τοῖχο 
μὲ τὰ χέρια σου δεμένα 
Ἢ μέσα στ᾿ ἀργαστήρι 
Μὲ λευκὴ μπλούζα καὶ μεγάλα ματογυάλια 
Θὲ νὰ πεθάνεις, γιὰ νὰ ζήσουνε οἱ ἄνθρωποι, 
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ποτὲ δὲ θά ῾χεις δεῖ τὸ πρόσωπό τους 
καὶ θὰ πεθάνεις ξέροντας καλὰ 
Πὼς τίποτα πιὸ ὡραῖο, πὼς τίποτα πιὸ ἀληθινὸ 
ἀπ᾿ τὴ ζωὴ δὲν εἶναι.



Πρέπει νὰ τηνε πάρεις σοβαρὰ 
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ 
Ποὺ θὰ φυτέυεις, σὰ νὰ ποῦμε, 
ἐλιὲς ἀκόμα στὰ ἑβδομῆντα σου 
Ὄχι καθόλου γιὰ νὰ μείνουν στὰ παιδιά σου 
Μὰ ἔτσι γιατὶ τὸ θάνατο δὲ θὰ τόνε πιστεύεις 
Ὅσο κι ἂν τὸν φοβᾶσαι 
Μὰ ἔτσι γιατί ἡ ζωὴ θὲ νὰ βαραίνει 
πιότερο στὴ ζυγαριά.


 (Nâzım Hikmet)

Στους μεταγενέστερους


Αλήθεια,
σε μαύρα χρόνια ζω.

Τα λόγια που δεν κεντρίζουν
είναι σημάδι χαζομάρας,
ένα λείο μέτωπο αναισθησίας.

Εκείνος που γελάει
δεν έχει μάθει ακόμα
τις τρομερές ειδήσεις.

Μα τι καιροί λοιπόν ετούτοι
που ειν΄έγκλημα σχεδόν
όταν μιλάς για δέντρα,
γιατί έτσι παρασιωπάς
χιλιάδες κακουργήματα.

Αυτός εκεί που διασχίζει ήρεμα το δρόμο ξέκοψε πια,
ολότελα απ΄τους φίλους του που βρίσκονται σ΄ανάγκη

Είναι σωστό:
Το ψωμί μου ακόμα το κερδίζω
Όμως,πιστέψτε με.
είναι εντελώς τυχαίο.

Έχω γλιτώσει κατά σύμπτωση
(λίγο η τύχη να μ΄αφήσει χάθηκα)

Μου λένε:
Φάε και πιές
Νά΄σαι ευχαριστημένος που έχεις.

Μα πως να φάω και να πιώ
όταν το φαγητό μου
τ΄αρπάζω από τον πεινασμένο;

Όταν κάποιος διψάει
για το ποτήρι το νερό που έχω;

Κι ωστόσο,τρώω και πίνω.

Θάθελα ακόμα νάμουνα σοφός
τ΄αρχαία βιβλία λένε τι είναι σοφία.

Μακρυά να μένεις απ΄τις επίγειες συγκρούσεις
και δίχως φόβο τη λιγοστή ζωή σου να περνάς.

Θεωρούν σοφό ακόμα,
το δρόμο σου να τραβάς αποφεύγοντας τη βία.
Στο κακό ν΄ανταποδίδεις το καλό.

Να μη χορταίνεις τις επιθυμίες σου
αλλά να τις ξεχνάς.

Μου είναι αδύνατο να πράξω όλα τούτα:
Αλήθεια,
σε μαύρα χρόνια ζω.

Ήρθα στις πόλεις την εποχή της επανάστασης
όταν εκεί βασίλευε η πείνα.
Ήρθα μες στους ανθρώπους την εποχή της ανταρσίας
Και ξεσηκώθηκα μαζί τους.

Έτσι κύλησε ο χρόνος
που πάνω στη γη μου δόθηκε.

Το ψωμί μου το ΄τρωγα ανάμεσα στις μάχες
για να κοιμηθώ πλάγιαζα ανάμεσα στους δολοφόνους.

Αφρόντιστα δινώμουνα στον έρωτα
κι αντίκρυζα τη φύση δίχως υπομονή.

Έτσι κύλησε ο χρόνος
που πάνω στη γη μου δόθηκε.

Στον καιρό μου οι δρόμοι φέρνανε τη λάσπη
Η μιλιά μου με κατέδιδε στο δήμιο.
Λίγα περνούσαν απ΄το χέρι μου.

Όμως αν δεν υπήρχαν οι αφέντες
θα στέκονταν πιο σίγουρα
αυτό ήλπιζα τουλάχιστον.

Έτσι κύλησε ο χρόνος
που πάνω στη γη μου δόθηκε.

Οι δυνάμεις είτανε μετρημένες
ο στόχος βρισκότανε πολύ μακρυά
φαινόταν ολοκάθαρα
αν και για μένα ήταν σχεδόν απρόσιτος.

Έτσι κύλησε ο χρόνος
που πάνω στη γη μου δόθηκε.

Εσείς που θ΄αναδυθείτε
μεσ΄από τον κατακλυσμό
που εμάς μας έπνιξε,
όταν για τις αδυναμίες μας μιλάτε
σκεφτείτε και τα μαύρα χρόνια
που εσείς γλυτώσατε.

Εμείς περνάγαμε αλλάζοντας χώρες
πιο συχνά από παπούτσια,
Μέσα από ταξικούς πολέμους
απελπισμένοι σα βλέπαμε
την αδικία να κυριαρχεί
και να μην υπάρχει εξέργεση.

Κι΄ομως ξέραμε,
Ακόμα και το μίσος ενάντια στην ευτέλεια
παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά,
Ακόμα κ΄η οργή ενάντια στην αδικία
βραχνιάζει τη φωνή.

Εμείς που θέλαμε να ετοιμάσουμε το δρόμο στη φιλία
δεν καταφέραμε ν΄αμαστε φίλοι ανάμεσά μας.

Όμως εσείς, όταν θάρθει ο καιρός
ο άνθρωπος να βηθάει τον άνθρωπο
να μας θυμάστε με κάποια επιείκια.

(Eugen Berthold Friedrich Brecht)