σε μαύρα χρόνια ζω.
Τα λόγια που δεν κεντρίζουν
είναι σημάδι χαζομάρας,
ένα λείο μέτωπο αναισθησίας.
Εκείνος που γελάει
δεν έχει μάθει ακόμα
τις τρομερές ειδήσεις.
Μα τι καιροί λοιπόν ετούτοι
που ειν΄έγκλημα σχεδόν
όταν μιλάς για δέντρα,
γιατί έτσι παρασιωπάς
χιλιάδες κακουργήματα.
Αυτός εκεί που διασχίζει ήρεμα το δρόμο ξέκοψε πια,
ολότελα απ΄τους φίλους του που βρίσκονται σ΄ανάγκη
Είναι σωστό:
Το ψωμί μου ακόμα το κερδίζω
Όμως,πιστέψτε με.
είναι εντελώς τυχαίο.
Έχω γλιτώσει κατά σύμπτωση
(λίγο η τύχη να μ΄αφήσει χάθηκα)
Μου λένε:
Φάε και πιές
Νά΄σαι ευχαριστημένος που έχεις.
Μα πως να φάω και να πιώ
όταν το φαγητό μου
τ΄αρπάζω από τον πεινασμένο;
Όταν κάποιος διψάει
για το ποτήρι το νερό που έχω;
Κι ωστόσο,τρώω και πίνω.
Θάθελα ακόμα νάμουνα σοφός
τ΄αρχαία βιβλία λένε τι είναι σοφία.
Μακρυά να μένεις απ΄τις επίγειες συγκρούσεις
και δίχως φόβο τη λιγοστή ζωή σου να περνάς.
Θεωρούν σοφό ακόμα,
το δρόμο σου να τραβάς αποφεύγοντας τη βία.
Στο κακό ν΄ανταποδίδεις το καλό.
Να μη χορταίνεις τις επιθυμίες σου
αλλά να τις ξεχνάς.
Μου είναι αδύνατο να πράξω όλα τούτα:
Αλήθεια,
σε μαύρα χρόνια ζω.
Ήρθα στις πόλεις την εποχή της επανάστασης
όταν εκεί βασίλευε η πείνα.
Ήρθα μες στους ανθρώπους την εποχή της ανταρσίας
Και ξεσηκώθηκα μαζί τους.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Το ψωμί μου το ΄τρωγα ανάμεσα στις μάχες
για να κοιμηθώ πλάγιαζα ανάμεσα στους δολοφόνους.
Αφρόντιστα δινώμουνα στον έρωτα
κι αντίκρυζα τη φύση δίχως υπομονή.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Στον καιρό μου οι δρόμοι φέρνανε τη λάσπη
Η μιλιά μου με κατέδιδε στο δήμιο.
Λίγα περνούσαν απ΄το χέρι μου.
Όμως αν δεν υπήρχαν οι αφέντες
θα στέκονταν πιο σίγουρα
αυτό ήλπιζα τουλάχιστον.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Οι δυνάμεις είτανε μετρημένες
ο στόχος βρισκότανε πολύ μακρυά
φαινόταν ολοκάθαρα
αν και για μένα ήταν σχεδόν απρόσιτος.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Εσείς που θ΄αναδυθείτε
μεσ΄από τον κατακλυσμό
που εμάς μας έπνιξε,
όταν για τις αδυναμίες μας μιλάτε
σκεφτείτε και τα μαύρα χρόνια
που εσείς γλυτώσατε.
Εμείς περνάγαμε αλλάζοντας χώρες
πιο συχνά από παπούτσια,
Μέσα από ταξικούς πολέμους
απελπισμένοι σα βλέπαμε
την αδικία να κυριαρχεί
και να μην υπάρχει εξέργεση.
Κι΄ομως ξέραμε,
Ακόμα και το μίσος ενάντια στην ευτέλεια
παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά,
Ακόμα κ΄η οργή ενάντια στην αδικία
βραχνιάζει τη φωνή.
Εμείς που θέλαμε να ετοιμάσουμε το δρόμο στη φιλία
δεν καταφέραμε ν΄αμαστε φίλοι ανάμεσά μας.
Όμως εσείς, όταν θάρθει ο καιρός
ο άνθρωπος να βηθάει τον άνθρωπο
να μας θυμάστε με κάποια επιείκια.