Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Pencil vs Camera



Ο Βέλγος Ben Heine ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2010 να κερδίζει την προσοχή του κόσμου με την πολύ δημιουργική σειρά φωτο-ζωγραφιών του, “Pencil VS Camera”.
Ενισχύοντας τις φωτογραφίες που τραβάει σε όλον τον κόσμο με illustrations που στρετσάρουν τα όρια της φαντασίας του θεατή, ο Heine μπορεί να συγκινήσει, να προκαλέσει, να αφυπνίσει κι ακόμη κι αν τίποτα δεν καταφέρει από αυτά, να σου χαρίσει έστω ένα χαμόγελο. 


























Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

The Invitation by Oriah

It doesn’t interest me
what you do for a living.
I want to know
what you ache for
and if you dare to dream
of meeting your heart’s longing.


It doesn’t interest me

how old you are.
I want to know
if you will risk
looking like a fool
for love
for your dream
for the adventure of being alive.



It doesn’t interest me

what planets are
squaring your moon...
I want to know
if you have touched
the centre of your own sorrow
if you have been opened
by life’s betrayals
or have become shrivelled and closed
from fear of further pain.



I want to know

if you can sit with pain
mine or your own
without moving to hide it
or fade it
or fix it.


I want to know

if you can be with joy
mine or your own
if you can dance with wildness
and let the ecstasy fill you
to the tips of your fingers and toes
without cautioning us
to be careful
to be realistic
to remember the limitations
of being human.



It doesn’t interest me

if the story you are telling me
is true.
I want to know if you can
disappoint another
to be true to yourself.
If you can bear
the accusation of betrayal
and not betray your own soul.
If you can be faithless
and therefore trustworthy.



I want to know if you can see Beauty

even when it is not pretty
every day.
And if you can source your own life
from its presence.



I want to know

if you can live with failure
yours and mine
and still stand at the edge of the lake
and shout to the silver of the full moon,
“Yes.”



It doesn’t interest me

to know where you live
or how much money you have.


I want to know if you can get up

after the night of grief and despair
weary and bruised to the bone
and do what needs to be done
to feed the children.


It doesn’t interest me

who you know
or how you came to be here.


I want to know if you will stand

in the centre of the fire
with me
and not shrink back.


It doesn’t interest me

where or what or with whom
you have studied.


I want to know

what sustains you
from the inside
when all else falls away.



I want to know

if you can be alone
with yourself
and if you truly like
the company you keep
in the empty moments.


By Oriah © Mountain Dreaming,
from the book The Invitation
published by HarperONE, San Francisco,
1999 All rights reserved

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Annabel Lee – ερωτικό ποίημα του Edgar Allan Poe


Έχουν περάσει πολλά πολλά χρόνια από τότε
Σ’ ένα βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
Που κάποια κόρη ζούσε, ίσως την ξέρετε
Άναμπελ Λη ήταν το όνομα της
Κι η κόρη αυτή ζούσε με μόνο μια σκέψη
Να με αγαπά και να την αγαπώ.


Ήμαστε ακόμα τότε και οι δυο παιδιά
Σ’ ένα βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
αλλά αγαπιόμαστε με μιαν αγάπη μεγαλύτερη ακόμα κι από την αγάπη
εγώ και η δική μου Άναμπελ Λη .
 


Με μιαν αγάπη που τη ζήλευαν τα φτερωτά σεραφείμ στον ουρανό
Μας ζήλευαν εκείνη κι εμένα.


Κι αυτός ήταν ο λόγος που χρόνια πριν
Σε αυτό το βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
Φύσηξε ένας άνεμος από ένα σύννεφο
και πάγωσε την όμορφη μου Άναμπελ Λη
Κι έτσι οι συγγενείς της ήρθαν και
την πήραν μακριά από εμένα
να την κλείσουν μέσα σε ένα μνήμα
 

Στο βασίλειο αυτό δίπλα στη θάλασσα

Οι άγγελοι, που δεν είχαν ούτε τη μισή δική μας ευτυχία
ζήλεψαν εμένα και εκείνη
Ναι! Αυτός ήταν ο λόγος (και το ξέρουν όλοι
στο βασίλειο αυτό δίπλα στη θάλασσα)
ότι ένας άνεμος από ένα σύννεφο τη νύχτα
παγώνοντας και σκοτώνοντας την Άναμπελ Λη.

 

Αλλά η αγάπη μας ήταν πιο δυνατή από την αγάπη
αυτών που είναι μεγαλύτεροι μας
Αυτών που είναι σοφότεροι από εμάς
Και ούτε οι άγγελοι στον παράδεισο ψηλά
ούτε οι δαίμονες κάτω από τη θάλασσα
μπορούν να χωρίσουν την ψυχή μου
από την ψυχή της Αναμπελ Λη
Γιατί το φεγγάρι ποτέ δε φέγγει χωρίς να μου φέρει όνειρα
της όμορφης Άναμπελ Λη
και τα αστέρια δε βγαίνουν ποτέ, αλλά νιώθω τα λαμπερά μάτια
της όμορφης Άναμπελ Λη

 

Και έτσι, όλη τη νύχτα, ξαπλώνω δίπλα από
την αγαπημένη μου, τη ζωή μου και τη γυναίκα μου
στο μνήμα δίπλα από τη θάλασσα
στον τάφο της εκεί που σκάει το κύμα..



Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

“Αγαπάς τη ζωή; Τότε μη σπαταλάς το χρόνο σου, γιατί απ' αυτόν είναι φτιαγμένη η ζωή” Φραγκλίνος Βενιαμίν

Αναρωτιέμαι είναι ο χρόνος που περνάει γρήγορα ή εμείς βαδίζουμε αργά 
λες και θα ζήσουμε αιώνια;; 


Και όταν λέω αργά, δεν εννοώ με αργό ρυθμό. Εννοώ ότι οι μέρες περνούν, 
 χάνονται και δεν γυρίζουν πίσω και δεν είμαι σίγουρη ούτε στο ελάχιστο εάν τις ζούμε πραγματικά, εάν τις χαιρόμαστε. 


Ζωή: Δώρο, περιπέτεια, ταξίδι, βόλτα, πέρασμα, εμπειρία, αρχή ή τέλος; 
Τι απ΄ όλα είναι άραγε; 


Ποιος είναι ο σωστός χαρακτηρισμός, δεν ξέρω. Νομίζω πως άλλοτε τη βιώνουμε σαν δώρο και άλλοτε σαν εμπειρία και μάλιστα δύσκολη. 
 Νομίζω πως μεγαλώνουμε περνώντας όλο και λιγότερο ξέγνοιαστες στιγμές και οι περισσότεροι αυτό που κάνουμε είναι να κυνηγάμε. 


Έχουμε γίνει κυνηγοί του χρόνου, της κάθε ώρας που περνάει για να προλάβουμε όλες αυτές τις υποχρεώσεις που σχεδόν πάντα μόνοι μας φορτωνόμαστε. 
Κυνηγάμε να βρούμε την φανταστική δουλειά που θα μας προσφέρει πολλά φράγκα. 

Κυνηγάμε να αποκτήσουμε το super αυτοκίνητο. 
Κυνηγάμε να δουλεύουμε από το πρωί ως το βράδυ, να χρεωθούμε ένα δάνειο εκατομμυρίων και να φτιάξουμε την τεράστια σπιταρόνα για να μείνουμε. 
Και τρέχουμε ασταμάτητα από το πρωί μέχρι το βράδυ. 


Μεταξύ μας μιλάμε. Ξέρουμε ποια είναι η αλήθεια. 
Μεγαλοπιαστήκαμε, γίναμε οπαδοί της μανίας του καταναλωτισμού, δεν αντέχουμε ο γείτονας να έχει καλύτερο αυτοκίνητο από εμάς και να το μοστράρει. 
Δεν αντέχουμε να πάμε στο σπίτι της ξαδέρφης και να είναι το τριπλάσιο από το δικό μας. Δεν αντέχουμε η κολλητή μας να έχει βρει απίστευτο σύντροφο και εμείς όχι. 


Και αντί με ηρεμία και αλήθεια να σκεφτούμε και να συνειδητοποιήσουμε τι θέλουμε στη ζωή μας, τι πραγματικά έχουμε ανάγκη, πως θέλουμε να περνάμε την κάθε μέρα μας, 
πως θα είμαστε πραγματικά καλά, γινόμαστε κομμάτι όλης της υπόλοιπης αλυσίδας και δενόμαστε με το σύνολο, με το κοπάδι. 
Και μετά το τρελό κυνήγι του κρυμμένου ή ολοφάνερου θησαυρού, γινόμαστε είτε το θέλουμε είτε όχι δέσμιοι. 
Μήπως τελικά δεν έχουμε βρει τι θέλουμε πραγματικά στη ζωή μας; 


Μήπως έχουμε μπερδέψει τις πραγματικές μας ανάγκες με ψεύτικες επιθυμίες; 

Μήπως ξέρουμε βαθιά μέσα μας αλλά όλα τα υπόλοιπα βοηθούν στο να λοξοδρομούμε; 

Αρκεί μια συζήτηση με τον εαυτό μας, ένας απολογισμός, μία καθαρή κουβέντα. 


Ξέρετε κάτι, θαυμάζω τους επιστήμονες, τους γιατρούς, τους δικηγόρους. 
Όμως, δεν θα είχε κανένα νόημα η ζωή εάν ήμασταν όλοι ένα από τα τρία. 
Θαυμάζω τους ανθρώπους που είναι μορφωμένοι. Έχω γνωρίσει όμως και ανθρώπους “αμόρφωτους” με απίστευτη παιδεία. 
Μου αρέσουν τα μεγάλα σπίτια με μοντέρνα διακόσμηση. 
Δεν μου αρέσει η μοναξιά και η ψυχρότητα που εκπέμπουν συνήθως αυτά τα σπίτια. 
Μου αρέσει η ζεστασιά και η γαλήνη που έχω νιώσει σε μικρότερα σπίτια με πραγματικά αγαπημένες οικογένειες. 


Μην βάζετε τη ζωή σας σε καλούπια. 
Μην μετράτε τι έχετε με αριθμούς. 

Μην συγκρίνετε τον εαυτό σας με το τι κάνουν οι άλλοι. 
Μην φοβάστε τι θα πούνε οι άλλοι. 
Απλά προχωρήστε και χτίστε βήμα-βήμα μία ζωή που απλά θα λαχταράτε κάθε μέρα να ζήσετε. 


Κανείς μας δεν ξέρει, μπορεί να μην έχουμε δεύτερη ευκαιρία….. 

Εμείς για αλλού πηγαίναμε και αλλού η ζωή μας πάει

Να ξυπνήσεις το πρωί, να κάνεις το ντουζάκι σου, να φτιάξεις το πρωινό σου, 
να το φας με ηρεμία, να κάνεις το πρόγραμμά σου, 
να χαζέψεις και λίγο και μετά να ντυθείς και να πας στη δουλειά σου. 
Στη δουλειά σου που τόσο αγαπάς, που είναι τόσο δημιουργική, 
που της προσφέρεις και σου προσφέρει...
Να με τσιμπήσει κάποιος ε; 
Αυτά συμβαίνουν αλλού ή πουθενά πια...
Φταις εσύ, φταίω εγώ, φταίει ο κόσμος που προχωράει με χίλια 
και τρέχουμε να τον προλάβουμε; 
Φταίνε οι απαιτήσεις μας που όλο και μεγαλώνουν; 
Τι φταίει που δεν φοράω πια τις μεταξωτές μου πυτζάμες, 
που δεν προλαβαίνω να φτιάξω και να φάω πρωινό, 
που δεν ξυπνάω ήρεμα, που δεν μου αρέσει η δουλειά μου;
Τι φταίει που άλλαξε τόσο η διαδρομή στην πορεία 
που ο προορισμός απέχει μίλια μακριά από τον αρχικό, τον επιθυμητό.. 
Σαν να λέμε σε άλλη χώρα, σε άλλα μέρη, σε άλλη γη.
Δεν εξηγείται αλλιώς καρδιά μου, 
κάποια στροφή πήραμε λάθος και ενώ είδαμε την ταμπέλα για αδιέξοδο, 
συνεχίσαμε πιστεύοντας στα θαύματα.. 

Μια ατόφια μέρα

Θέλω να φύγω μακριά, να εξαφανιστώ. Λύγισα μέσα μου, γονάτισα.

Να φύγω και ας με ψάχνεις. Και ας μην με βρεις.

Και να με χάσεις … και να ξεχάσεις..



Μα πάνω απ΄ όλα θέλω να ξεχάσω εγώ. 
Μα πάνω απ΄όλα θέλω να γυρίσω εδώ, σε’ σένα. 
Αλλά να μην με θυμάσαι και να μην θυμάμαι ούτε εγώ. 
Τίποτα να μην θυμάμαι. 
Μόνο εσένα. Μόνο τη μορφή σου. Μόνο τα μάτια σου.



Να σου απλώσω το χέρι και να περιμένω να ξεκινήσεις πρώτος για να σε ακολουθήσω.

Να με κρατάς αγκαλιά και να μην υπάρχει τίποτα ανάμεσά μας. 
Μόνο τα jean και τα μακό μπλουζάκια μας.

Να με φιλάς και να είσαι εκεί, σε εμένα, σε εμάς, να με νιώθεις. 
Εμένα.



Να φύγω και όταν ξαναέρθω, να έχω ξεχάσει. Τα πάντα.

Δεν μπορώ να επιλέξω να θυμάμαι μόνο τα καλά. 
Όλα έχουν κάποιο τίμημα. 
Και ναι, το αποδέχομαι.



Και να ξεκινήσουμε από την αρχή. 
Ατόφιο έρωτα. Ατόφια αγάπη. Ατόφια χάδια. Ατόφια φιλιά. 
Τίποτα λερωμένο. Τίποτα επισκιασμένο. Τίποτα αδικημένο.



Να με ρωτήσεις που θέλω να πάμε και να σου πω στη θάλασσα. 
Όχι όμως στην ίδια θάλασσα που είχαμε πάει και θυμηθώ και στεναχωρηθώ. 
Σε άλλη, σε καινούργια, σε καθαρή, σε απέραντη θάλασσα.



Να σε κρατώ αγκαλιά και να περπατάμε, να χαζεύουμε, να μιλάμε.
Όχι για το πριν, όχι για τους φόβους, όχι για τις άσχημες σκέψεις. 
Να μιλάμε για το τώρα, για το αύριο. Να μιλάω εγώ με εσένα. 
Να κοιτώ τα μάτια σου και να καταλαβαίνω. Να μην αναρωτιέμαι για τίποτα. 
Να μην φοβάμαι για τίποτα. Να με κοιτάς και να φτάνεις μέχρι εκεί με μυαλό και με ψυχή.



Να μου πάρεις παγωτό φράουλα.
 Να σου γκρινιάζω και να χαμογελάς. 

Να γεμίσουν τα παπούτσια μας με άμμο.



Δεν θέλω τίποτα άλλο. Μόνο μια μέρα. Μία ατόφια μέρα……….

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Ξυλουργείο "Το επτά"

«Δεν φτάνει που είναι αργόστροφοι, ορισμένοι άνθρωποι δεν θέλουν να δεχτούν βοήθεια» παραπονέθηκα. Ο Χοντρός βολεύτηκε καλύτερα και μου διηγήθηκε: 

Ήταν ένα μικρό σπιτάκι, σχεδόν παράγκα, σ' ένα αγρόκτημα έξω από την πόλη. 

Μπροστά είχε ένα μικρό εργαστήριο με κάτι μηχανήματα και εργαλεία, πίσω δύο δωμάτια, μια κουζίνα κι ένα κακοφτιαγμένο μπάνιο... Ωστόσο, ο Χοακίν δεν είχε παράπονο. 
Τα τελευταία δυο χρόνια, το ξυλουργείο «Το Εφτά» είχε γίνει γνωστό στο χωριό κι έβγαζε αρκετά χρήματα για να μη σπαταλάει τις μικρές του οικονομίες. Εκείνο το πρωί, όπως κάθε πρωί, ξύπνησε στις έξι και μισή για να δει τον ήλιο να βγαίνει. Όμως, δεν μπόρεσε να φτάσει ως τη λίμνη. Στο δρόμο, διακόσια μέτρα από το σπίτι του, έπεσε πάνω στο σώμα ενός νεαρού, που ήταν χτυπημένος και πληγωμένος. 
Αμέσως, γονάτισε και κόλλησε το αφτί του στο στήθος του νεαρού... Αδύναμα, εκεί στο βάθος, μια καρδιά πάλευε να κρατήσει στη ζωή ό,τι απέμενε από εκείνο το πεταμένο κορμί που βρομούσε από το αίμα, τη λέρα και το αλκοόλ. Ο Χοακίν πήγε να φέρει το κάρο του και φόρτωσε επάνω το νεαρό. 
Όταν έφτασε στο σπίτι τον έβαλε στο κρεβάτι, έκοψε τα φθαρμένα ρούχα και τον έπλυνε επιμελώς με νερό, σαπούνι και οινόπνευμα. Ο νεαρός, εκτός από μεθυσμένος, ήταν και βάρβαρα δαρμένος. Είχε πληγές στα χέρια και την πλάτη και το δεξί του πόδι ήταν σπασμένο. Τις επόμενες ημέρες, όλη η ζωή του Χοακίν επικεντρώθηκε στη φροντίδα της υγείας του απρόσκλητου φιλοξενούμενου. Έδεσε τις πληγές του, έβαλε νάρθηκα στο πόδι του κι άρχισε να τον ταΐζει με μικρές κουταλιές κοτόσουπας. 

Όταν ο νεαρός συνήλθε, ο Χοακίν βρισκόταν δίπλα του και τον κοίταζε τρυφερά με αγωνία. «Πώς είσαι;» ρώτησε ο Χοακίν. «Καλά... νομίζω» απάντησε ο νεαρός ενώ περιεργαζόταν το καθαρό και γιατρεμένο σώμα του. «Ποιος με γιάτρεψε;» «Εγώ.» «Γιατί;» «Γιατί ήσουν πληγωμένος.» «Αυτό μόνο;» «Όχι. Χρειάζομαι κι ένα βοηθό στο ξυλουργείο.» Και γέλασαν και οι δύο με κέφι... Με καλό φαγητό, ύπνο και αποχή από το αλκοόλ ο Μανουέλ, —όπως λεγόταν ο νεαρός—, βρήκε γρήγορα τις δυνάμεις του. 

Ο Χοακίν προσπαθούσε να του μάθει την τέχνη κι ο Μανουέλ προσπαθούσε να αποφύγει τη δουλειά όσο μπορούσε. Καθημερινά, ο Χοακίν πάσχιζε να βάλει μέσα σ' εκείνο το κεφάλι που ήταν σακατεμένο από την έκφυλη ζωή, τις αξίες της σωστής δουλειάς, του καλού ονόματος και της έντιμης ζωής. Ο Μανουέλ έδειχνε πως τα κατανοούσε όλα αυτά, αλλά ύστερα από δύο ώρες ή δύο μέρες, έπεφτε πάλι για ύπνο και παρατούσε τη δουλειά που του είχε αναθέσει ο Χοακίν. 
Πέρασαν μήνες και ο Μανουέλ είχε συνέλθει εντελώς. Ο Χοακίν του έδωσε το καλύτερο δωμάτιο, τον έκανε συνεταίρο στη δουλειά και του παραχώρησε την πρώτη θέση στο μπάνιο, με αντάλλαγμα ο νεαρός να αφοσιωθεί στη δουλειά. 

Μια νύχτα, ενώ ο Χοακίν κοιμόταν, ο Μανουέλ αποφάσισε ότι έξι μήνες αποχής από το πιοτό ήταν αρκετοί και σκέφτηκε ότι ένα ποτηράκι στο χωριό δεν θα του έκανε κακό. Για να μην ξυπνήσει το Χοακίν, έκλεισε την πόρτα της κάμαρας του από μέσα και βγήκε από το παράθυρο. Άφησε κι ένα κερί αναμμένο για να δίνει την εντύπωση ότι ήταν μέσα. Ύστερα από το πρώτο ποτηράκι ήρθε το δεύτερο, μετά το τρίτο, το τέταρτο κι άλλα πολλά... Τραγουδούσε μεθυσμένος με την παρέα του όταν πέρασαν μπροστά από την πόρτα της ταβέρνας οι πυροσβέστες με τη σειρήνα να ουρλιάζει. 

Ο Μανουέλ δεν υποψιάστηκε τίποτα, ώσπου το πρωί, όταν έφτασε τρεκλίζοντας στο σπίτι, είδε το πλήθος συγκεντρωμένο στο δρόμο... Μόνο ένας τοίχος, οι μηχανές και κάποια εργαλεία είχαν σωθεί από την πυρκαγιά. Όλα τα υπόλοιπα είχαν γίνει κάρβουνο. Από τον Χοακίν βρήκαν μόνο τέσσερα-πέντε τσουρουφλισμένα κοκαλάκια που τα έθαψαν στο νεκροταφείο. 
Πάνω στον τάφο του, ο Μανουέλ παράγγειλε να γράψουν το ακόλουθο επίγραμμα: «Θα το κάνω, Χοακίν, θα το κάνω!» Με πολλή δουλειά ο Μανουέλ έστησε ξανά το ξυλουργείο. Ήταν τεμπέλης αλλά έπιαναν τα χέρια του, κι αυτά που είχε μάθει από τον Χοακίν τον βοήθησαν να πάει μπροστά. Πάντα είχε την αίσθηση ότι, από κάπου, ο Χοακίν τον κοίταζε και τον ενθάρρυνε. 

Ο Μανουέλ τον θυμόταν κάθε φορά που κατάφερνε κάτι. Τον θυμήθηκε στο γάμο του, στη γέννηση του πρώτου του παιδιού, όταν αγόρασε το πρώτο του αμάξι... Πεντακόσια χιλιόμετρα πιο μακριά, ο Χοακίν, ολοζώντανος και κεφάτος, αναρωτιόταν αν ήταν σωστό να πει ψέματα, να διαπράξει απάτη και να βάλει φωτιά σ' εκείνο το τόσο ωραίο σπιτάκι, Μόνο και μόνο για να σώσει ένα νεαρό. Απάντησε καταφατικά και γέλασε με την αστυνομία του Χωριού που είχε περάσει για ανθρώπινα τα κόκαλα του γουρουνιού... Το νέο του ξυλουργείο ήταν λίγο μικρότερο από το προηγούμενο, όμως, ήταν ήδη γνωστό στο χωριό. Το έλεγαν «Το Οχτώ». 


«Μερικές φορές, Ντεμιάν, γίνεται η ζωή σου δύσκολη προσπαθώντας να βοηθήσεις ένα αγαπημένο πρόσωπο. Ωστόσο, αν υπάρχει μια δυσκολία που αξίζει τον κόπο ν' αντιμετωπίσεις, αυτή είναι για να βοηθήσεις κάποιον. 

Δεν πρόκειται για «ηθικό καθήκον» και τα τοιαύτα. Είναι μια επιλογή στη ζωή μας που μπορείς να την κάνεις οποιαδήποτε στιγμή και προς οποιαδήποτε κατεύθυνση επιθυμείς. 
Η προσωπική μου εμπειρία και παρατήρηση με κάνει να πιστεύω ότι ο ελεύθερος άνθρωπος που γνωρίζει τον εαυτό του είναι γενναιόδωρος, αλληλέγγυος, ευγενικός και ικανοποιείται εξίσου όταν δίνει όπως και όταν παίρνει. 

Γι' αυτό, κάθε φορά που συναντάς ανθρώπους που κοιτάζουν μόνο την πάρτη τους, μην τους μισείς. Αρκετά προβλήματα έχουν με τον εαυτό τους. Και όταν διαπιστώνεις ότι η συμπεριφορά σου είναι ποταπή, μικροπρεπής ή χυδαία, βρες ευκαιρία να αναρωτηθείς τι σου συμβαίνει. Σε διαβεβαιώνω ότι κάπου θα δεις πως έχεις πάρει λάθος δρόμο. Μια φορά έγραψα: 

"Ένας νευρωτικός δεν χρειάζεται ένα ψυχοθεραπευτή να τον κουράρει ούτε έναν πατέρα να τον φροντίζει. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα δάσκαλο να του δείξει σε ποιο σημείο του δρόμου χάθηκε."



(Jorge Bucay)

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Σὲ περιμένω παντοῦ


Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.

Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, 

πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.


Θὰ θυμᾶμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.

Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ 
κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.

Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ 
καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, 
ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. 

Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο...
ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!


(Τάσος Λειβαδίτης)

Η γκαστρωμένη χύτρα

«Πώς τα πάς με τους γονείς σου;»
«Μια έτσι μια αλλιώς» αποκρίθηκα. «Είναι στιγμές που συνεννοούμαστε περίφημα κι ο καθένας μπορεί να μπει στη θέση του άλλου. Άλλες φορές, όμως, δεν γίνεται τίποτα. Αδύνατον.»
«Κοίταξε, Ντεμιάν, υποθέτω ότι αυτό θα σου συμβαίνει με
όλον τον κόσμο για όλη την υπόλοιπη ζωή σου.»
«Ναι, αλλά με τους γονείς σου είναι διαφορετικά. Είναι γονείς...»
«Ναι, είναι γονείς, όμως, τι εννοείς όταν λες ότι είναι διαφορετικά;»
«Επειδή είναι οι γονείς μου έχουν ορισμένη εξουσία.»
«Τι εξουσία;»
«Εξουσία επάνω μου.»
«Εσύ πια είσαι ενήλικος, Ντεμιάν, και κανένας δεν έχει πια εξουσία επάνω σου. Κανένας. Τουλάχιστον, κανένας δεν έχει περισσότερη εξουσία απ όση του παραχωρείς εσύ ο ίδιος.»
«Εγώ δεν τους παραχωρώ τίποτα.»
«Δεν φαίνεται να είναι έτσι.»
«Ναι, αλλά το σπίτι είναι δικό τους, με ταΐζουν, μου αγοράζουν ρούχα, πληρώνουν έξοδα για τις σπουδές μου, η μητέρα μου με πλένει, σιδερώνει, στρώνει το κρεβάτι μου... Όλα αυτά τους δίνουν δικαιώματα.»
«Κι εσύ δεν δουλεύεις;»
« Ναι, φυσικά και δουλεύω.»
«Ε, τότε; Καταλαβαίνω ότι μένεις στο σπίτι των γονιών σου εφόσον δεν έχεις την οικονομική δυνατότητα να πληρώσεις δικό σου. Όμως, σε όλα τα υπόλοιπα μπορείς να δώσεις μάχη για τη ανεξαρτησία σου. Ορισμένα πράγματα θα μπορούσες να τα κάνεις μόνος σου.»
«Μα πού το πας; Με θεωρείς άχρηστο, όπως η μάνα μου; Λες και το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο είναι να μάθεις να στρώνεις το κρεβάτι σου και να παρατήσεις όλα τ' άλλα!»
«Όχι, δεν νομίζω. Όμως, εσύ απαιτείς ελευθερία και ανεξαρτησία.»
«Εγώ δεν θέλω ελευθερία και ανεξαρτησία για να μαγειρεύω το φαγητό μου, να στρώνω το κρεβάτι μου και να πλένω τα ρούχα μου. Εγώ θέλω να μην είμαι αναγκασμένος να ζητάω άδεια και να έχω το δικαίωμα να πω ό,τι θέλω και να κρατήσω για τον εαυτό μου τα υπόλοιπα.»
«Ίσως, Ντεμιάν, αυτές οι δύο ομάδες "ελευθεριών" να είναι αλληλοεξαρτώμενες.»
«Δε θέλω να πάψω να βλέπω τους γονείς μου.»
«Όχι, και βέβαια όχι. Όμως, εσύ διεκδικείς ορισμένα αποσπασματικά δικαιώματα από τη σημερινή σου κατάσταση και αποφεύγεις τις ευθύνες που προκύπτουν από αυτά τα δικαιώματα.»
«Μα θέλω εγώ να διαλέξω σε ποια ζητήματα θα ανεξαρτητοποιηθώ πρώτα και για ποια μπορώ να περιμένω λίγο.»
«Για να δούμε αν η ιστορία θα σε βοηθήσει να το ξεκαθαρίσεις.»

Ένας άνθρωπος ζήτησε μια φορά από το γείτονα του μια χύτρα δανεική. Ο ιδιοκτήτης της χύτρας δεν ήταν και πολύ φιλότιμος, αλλά ένιωσε υποχρεωμένος να του τη δώσει.
Ύστερα από τέσσερις μέρες, ο γείτονας δεν του είχε επιστρέψει τη χύτρα. Με πρόφαση ότι τη χρειαζόταν, πήγε να τη ζητήσει.
«Τώρα μόλις ετοιμαζόμουν να σου τη φέρω... Ήταν δύσκολη η γέννα!»
«Μα ποια γέννα;»
«Της χύτρας.»
«Τι;»
«Α, δεν το ήξερες; Η χύτρα ήταν γκαστρωμένη.»
 «Γκαστρωμένη;»
«Ναι. Απόψε το βράδυ απόκτησε οικογένεια. Γι' αυτό ήθελε ανάπαυση. Τώρα, όμως, έχει σχεδόν συνέλθει.»
«Έχει συνέλθει;»
 «Ναι. Ένα λεπτό παρακαλώ.»
Και μπήκε στο σπίτι. Βγήκε κρατώντας τη χύτρα, ένα κανατάκι κι ένα τηγάνι.
«Αυτά δεν είναι δικά μου. Μόνο η χύτρα.»
«Όχι, δικά σου είναι. Αφού η χύτρα είναι δική σου, είναι δικά σου και τα παιδιά της.»
Ο άνθρωπος σκέφτηκε ότι ο γείτονας του ήταν θεότρελος. «Καλύτερα να πάω με τα νερά του», συλλογίστηκε. «Εντάξει, ευχαριστώ.»
«Παρακαλώ. Γεια.»
«Γεια χαρά.»
Και πήγε στο σπίτι του με τη χύτρα, το κανατάκι και το τηγάνι.
Το ίδιο απόγευμα, ο γείτονας του ξαναχτύπησε την πόρτα. «Γείτονα, μου δανείζεις ένα κατσαβίδι και μία πένσα;» 0 άνθρωπος τώρα ένιωθε περισσότερο υποχρεωμένος. «Ναι, φυσικά.»
Μπήκε στο σπίτι και βγήκε με την πένσα και το κατσαβίδι. Πέρασε σχεδόν μια εβδομάδα και ήταν έτοιμος να πάει να πάρει πίσω τα πράγματα του, όταν ο γείτονας του χτύπησε την
πόρτα.
«Α γείτονα. Εσύ το ήξερες;»
 «Τι πράγμα;»
«Ότι το κατσαβίδι και η πένσα είναι ζευγάρι;»
«Μη μου το λες!» είπε ο άνθρωπος γουρλώνοντας τα μάτια. «Δεν το ήξερα.»
«Κοίταξε, ήταν δική μου απροσεξία. Τους άφησα μόνους για λίγο και η πένσα έμεινε έγκυος.»
«Η πένσα;»
«Η πένσα! Σου έφερα τα παιδιά της.»
Και ανοίγοντας ένα καλαθάκι, του έδωσε μερικές βίδες, παξιμάδια και καρφιά, που έλεγε ότι τα είχε γεννήσει η πένσα.
«Είναι παλαβός» σκέφτηκε ο άνθρωπος. Όμως, μερικές βίδες και καρφιά πάντα είναι χρήσιμα.
Πέρασαν δύο μέρες. Ο γείτονας που όλο ζητούσε ήρθε πάλι.
«Τις προάλλες» του είπε, «όταν σου έφερα την πένσα, είδα ότι έχεις πάνω στο τραπέζι σου μία ωραία χρυσή ανθοδόχη. Έχεις την καλοσύνη να μου τη δανείσεις γι' απόψε το βράδυ;»
Άστραψαν τα μάτια του ιδιοκτήτη της ανθοδόχης.
«Φυσικά» είπε, με αδιαμφισβήτητη γενναιοδωρία. Και πήγε να φέρει την ανθοδόχη.
«Ευχαριστώ, γείτονα.»
«Αντίο.»
«Αντίο.»
Πέρασε η νύχτα εκείνη, πέρασε και η επόμενη και ο ιδιοκτήτης της ανθοδόχης δεν τολμούσε να χτυπήσει την πόρτα του γείτονα για να τη ζητήσει. Ωστόσο, όταν πέρασε μια εβδομάδα δεν άντεξε άλλο και πήγε να ζητήσει το βάζο του.
«Η ανθοδόχη;» είπε ο γείτονας.
«Α! Δεν το έμαθες;»
«Όχι, τι πράγμα;»
«Πέθανε στη γέννα.»
«Τι θα πει πέθανε στη γέννα;»
«Ναι, η ανθοδόχη ήταν γκαστρωμένη, και πάνω στη γέννα πέθανε.»
«Άκουσε, για βλάκα με περνάς; Πώς είναι δυνατό να είναι γκαστρωμένο ένα χρυσό βάζο;»
«Κοίταξε, γείτονα. Δέχτηκες την εγκυμοσύνη και τη γέννα της χύτρας. Δέχτηκες επίσης το γάμο και τους απογόνους του κατσαβιδιού και της πένσας. Τώρα, γιατί δεν δέχεσαι την εγκυμοσύνη και το θάνατο της ανθοδόχης;»

«Κι εσύ, Ντεμιάν, μπορείς να διαλέξεις ό,τι θέλεις, όμως, δεν γίνεται να είσαι ανεξάρτητος σε ό,τι σε βολεύει και σε διευκολύνει, και να μην είσαι όταν σου κοστίζει.
»Οι απόψεις σου, η ελευθερία σου, η ανεξαρτησία σου και το αίσθημα ευθύνης πάνε μαζί στην πορεία της ανάπτυξης σου. Εσύ αποφασίζεις αν θα ενηλικιωθείς ή θα παραμείνεις παιδί.»

(Jorge Bucay)