Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά

Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών

Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μετς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη.
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.

Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο

γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δική σας μόνο για γλύψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου…

(Κατερίνα Γώγου)

Όπου διαβείς

Ὅπου διαβεῖς, τὸ διάβα σου
βάζει παντοῦ σημάδια,
στὶς μέρες βάζει ἰσκιώματα,
φεγγάρια στὰ σκοτάδια.

Καὶ σὲ κρατεῖ. Ὅθε διάβηκες,
ἐκεῖ σε ξαναβρίσκει·
τὰ φεγγάρια εἶν᾿ εἰκόνες σου,
λογισμοί σου εἶν᾿ οἱ ἴσκιοι.

Κι ἂν πάψῃ σου τὸ πέρασμα,
δὲ θὰ πάψῃ τὸ δράμα.
Τὰ σημάδια σου μέσα του,
σκότος καὶ φῶς, ἀντάμα.


(Κωστής Παλαμάς)

Κακή φωτιά


Εγώ είμ' εδώ ανυπόταχτος και παραστρατισμένος,
εγώ δαγκώνω με θυμό της φτώχειας το ψωμί,
νόθος της τέχνης είμ' εγώ και της ιδέας διωγμένος
από μιαν έγνοια ο νους θολός, δαρμένο το κορμί.

Ο λύχνος μου στης ιερής μελέτης το τραπέζι
σαν ένα νεκροκάντηλο στα μάτια μου αχνοπαίζει
όλα πολέμια κρύα βιβλία, κοντύλια και χαρτιά.
Με καίει κακιά φωτιά.

Εμέ η ζωή μου πλάνεμα και η γέννησή μου λάθος
το λόγο δεν ορέγομαι, δεν ξέρω το ρυθμό
σέρνουν εμένα δυό άλογα, τ' αράπικο το πάθος
και τ΄ αφροστάλαχτο όνειρο μπορεί και στο γκρεμό.




(Κωστής Παλαμάς)

Καθένας έχει τον παράδεισο που του αξίζει (απόσπασμα)

Εσείς τι λέτε πιο εύκολα στη ζωή σας: το «ναι» ή το «όχι»;

«Το "όχι". Το διαπιστώσατε νομίζω και εσείς εμπράκτως. Για να σας πω αυτό το "ναι", για μια συνάντηση, είπα πολλά "όχι" πρώτα!». (χαμογελάει)

Γιατί σήμερα οι άνθρωποι λένε τόσο εύκολα «ναι»;

«Η μοναξιά... Φοβούνται τη μοναξιά του "όχι"! Ξέρετε είναι πολύ εύκολο να πέσεις στο ποτάμι και, χωρίς να κάνεις τίποτε, να αφεθείς να παρασυρθείς από το ρεύμα! Είναι πολύ δύσκολο να αντισταθείς. Γι' αυτό τιμώ τους αντιφρονούντες όπου και αν βρίσκονται. Αυτός που λέει "όχι" είναι ένας αντιφρονών! Σε μια κοινωνία που βολεύεται να συμφωνεί, αυτός που διαφωνεί φωτίζει με διαφορετικότητα την πληκτική ομοιομορφία! Αν θέλετε, αυτός ήταν ο θάνατος του καλλιτέχνη στην εποχή μας!». 
[...]

Υπάρχει ελπίδα;

«Το είπα και στην αρχή. Η μόνη ελπίδα μας είναι να βγάλουμε την ψυχή μας από το "μπαούλο". Μόνο έτσι θα μπει φρένο στο τρεχαλητό του μυαλού μας. Το μυαλό είναι ένα σκυλί που αν δεν το δέσεις από την ψυχή ικανοποιεί τις επιθυμίες του όπως τα ζώα. Αρα οδηγεί τον άνθρωπο με ιλιγγιώδη ταχύτητα στον θαυμαστό κόσμο των ζώων. Με ρωτήσατε αν υπάρχει ελπίδα... Ναι, υπάρχει ελπίδα, αρκεί να πονέσουμε ξανά»!




(Octavio Paz)

Η μοναξιά είναι από χώμα

"Το δικό μου το πολύ πως να χωρέσει στο δικό σου το λίγο! Κι οι δυο μας δυσανασχετούσαμε δικαιολογημένα.
Όμως μέσα σ' αυτό το λίγο σου, σ' αυτό το περιορισμένο σου, είχα την κακοτυχία να διακρίνω σκιές περαστικές που με πυρπόλησαν. Σκιές του απέραντου. Αυτό που δεν έλεγχες, αυτό που δεν γνώριζες, προσπερνούσε από μια σου έκφραση, από μια σου χειρονομία τυχαία και με καθήλωνε. Δεν περιγράφεται η ματιά, η κίνηση, ο ήχος. Ότι κι αν σου πω δεν θα σου μεταδώσω αυτό που μ' έκανε να σε θέλω έτσι. Το απέραντο είναι άπιαστο, απερίγραπτο,ακαθόριστο. Χιλιάδες να λέω εναντίον σου αμέσως θα παραλύσουν μπροστά στη γρήγορη κίνηση του χεριού σου μόλις σηκωθεί για να φτάσει στα χείλη σου και να δαγκώσεις το μικρό σου νυχάκι σμίγοντας τα φρύδια σου να σκέφτεται κάτι δύσκολο. Για μια τέτοια κίνηση, κάποιες ώρες, ένιωθα έτοιμος και τη ζωή μου να δώσω.
Για μια τέτοια κίνηση!
Σαν σινιάλο άλλων κόσμων ερχόταν προς εμένα κι ανέτρεπε όσα σου καταμαρτυρούσα, από κατήγορο με μετέτρεπε σε ζητιάνο σου! Για μια τέτοια κίνηση!
Έρχεται η ώρα που θα λυτρωθώ από σένα! Και θα λυτρωθώ από σενα αγαπώντας σε περισσότερο, με της αγάπης το άμετρο μέτρο που είναι η περισσία. Ούτε και γράμματα έχω ανάγκη να σου γράφω πια. Υπάρχω μόνο και σ' αγαπώ κι αυτό το σ' αγαπώ που δεν έχει ανάγκη καμία, ούτε καν για ανταπόδωση, θα πλημμυρίσει, θα γεμίσει με τον κυματισμό του τον κόσμο όλο, θα έρχεται και σε σένα κι εσύ θα μπορείς όποτε θες να τ' ακούς, φτάνει να το θες.
Να υπάρχω μονάχα, να σ' αγαπώ μονάχα και να μην έχω λόγο κανένα να το δηλώνω, ούτε την παρουσία μου να μη χρειάζεται να δηλώνω πια.
Σ' αγαπώ τόσο που το ξεχνώ, όπως ξεχνάμε τα αυτονόητα και τα φυσικά. Σ' αγαπώ τόσο που δεν σε κρίνω και εντελώς σε αποδέχομαι. Γλίτωσα από το μαρτύριο να προσπαθώ συνεχώς να σε διορθώνω.
Σ' αγαπώ τόσο που δεν σε θέλω. Γιατί δεν θες παρά ότι σου λείπει κι εσύ πια δεν μου λείπεις αφού στης αγάπης τον τόπο δεν χωράει η απόσταση. Σ' αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι, είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι είμαι έρχεσαι.
Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σ' αγάπησα κι η αγάπη μου μας κάνει αδιαίρετους. Εσύ καλή μου, μου δίδαξες την καταστροφή του να σ' αγαπώ λίγο. Το λίγο ανοίγει ρωγμές να γλιστρά μέσα ο ακόρεστος εγωισμός, να σε απαιτεί, να σε διεκδικεί, η παρενέργεια του εγωιστικού έρωτα είναι μια: γενική δηλητηρίαση που την αγάπη την αλλοιώνει σε μίσος.
Η πρόγευσή σου μου άναψε φωτιές. Κι όχι μόνο στο κορμί μα και στην ψυχή κι αυτό είναι το δυσκολότερο. Νιώθω ρακένδυτος οδοιπόρος που βγήκα για να ξαναβρώ εκείνο που αστραπιαία μου αποκάλυψε η σχισμή των δικών σου φιλιών...


(Μάρω Βαμβουνάκη)

Έρωτας κι έρωτας ξανά

Θα ’ρθει καιρός
που μ’ έξαρση

θα καλωσορίζεις τον εαυτό σου
σαν θα φτάνεις στη δική σου πόρτα, στον δικό σου καθρέφτη,
κι ο ένας χαμογελώντας θα καλωσορίζει τον άλλο

και κάτσ’ εδώ θα λέει. Τρώγε.

Θ’ αγαπήσεις ξανά τον ξένο που ήταν ο εαυτός σου.
Δώσε κρασί. Δώσε ψωμί. Δώσε πίσω την καρδιά σου
στον εαυτό της, στον άγνωστο που σ’ αγάπησε

όλη σου τη ζωή, που εσύ αγνόησες

για κάποιον άλλο, που σ’ έχει αποστηθίσει.
Κατέβασε τα ερωτικά γράμματα απ’ το ράφι,
τις φωτογραφίες, τα απελπισμένα σημειώματα, 
ξεφλούδισε από τον καθρέφτη την εικόνα σου.
Κάθισε. Απόλαυσε τη ζωή σου.


(Derek Walcott)

Ξένοι στο ίδιο σπίτι

Άκου ψυχή μου. 
Με το να κάνουμε κύκλους γύρω από το πρόβλημα, από φόβο μήπως βρεθούμε ολόγυμνοι στο θέμα που μας καίει, ,το μόνο που κερδίζουμε, είναι να διατηρούμε στην εντατική, τη νοσηρή μας σχέση.
Δεν το βλέπεις; 
Ο νάρθηκας τυλιγμένος στο φιλί, η έλξη, αφασία κι η φλόγα του έρωτα στης φαντασίωσης τα δεκανίκια. Είναι ζωή αυτή; 
Μα τι σημασία έχει αν μας πρόδωσε η αγάπη, ή αν την πληγώσαμε αβασάνιστα εμείς! 
Σημασία έχει, ότι του ρίγους η λαχτάρα, ούτε με οξυγόνο δεν αναρριγεί. 
Το μόνο που αγκομαχεί, είναι η ύπουλη συνήθεια που έδεσε κόμπο στη θηλιά που μας
κρατάει, στου τετέλεσται την ασφυκτική πνοή.
Ξέρεις, η πραγματική πολυτέλεια σε μία σχέση, βρίσκεται εκεί όπου και οι διαφωνίες ακόμα, σε οδηγούν σε μια αγκαλιά ποιοτική.
Όχι, δεν χάθηκε η ποιότητα, χάθηκαν 
όμως οι διαφωνίες που πυροδοτούν την ερωτική έκρηξη. Κι αν δεν μπορείς να κακιώσεις με το ταίρι σου, πώς θα το αγαπήσεις; 

Αν δεν μπορείς να το ‘’μισήσεις έστω και για λίγο, πώς θα το ερωτευτείς πάλι απ΄την
αρχή;’’ 

Ενώ σε μας, ο δεσμός μας φοράει τη μάσκα της υποκρισίας. 
Αυτή η υποτονική γαλήνη έφερε το τέλμα. Να, κοίτα.
Συνεχώς χασμουριόμαστε τον ύπνο της ανίας.
Γι΄αυτό σου λέω. Από το να συναντιόμαστε στο σπίτι σαν δυο 
ξένοι, συγκάτοικοι στης ορφάνιας την πλήξη, ας κρατήσουμε στη σκέψη την ακριβή μας απουσία, παρά την ανούσια και νεκρωμένη
παρουσία.


Αν ήξερες πόσο σε τιμάει αυτό που είπες!
Πράγματι. Καμωνόμαστε τους ευτυχείς, υπακούοντας σ΄αυτήν την απάνθρωπη συμφωνία των μοντέρνων ζευγαριών, που δείχνουν αδιαφορία, Τάχα από διακριτικότητα, που δείχνουν στις
απιστίες ανοχή, Τάχα από ανωτερότητα, που δεν ζηλεύουν, για να μην δείξουν, ότι είναι λαϊκοί!
Κι εν ονόματι όλων αυτών των ‘’τάχα’’, να υποκρίνονται πως αγαπιούνται ακόμα.


Έτσι είναι καρδιά μου! Όταν στον έρωτα παύει να υπάρχει, η αγωνία, η αβεβαιότητα, η ζήλια  η λαχτάρα, τότε η μαγεία, ψάχνει αλλού να γιατρευτεί.
Μα και βέβαια το θυμάμαι! Κάποτε, αγαπηθήκαμε πολύ! 

Στο ‘’κάποτε’’ όμως, υπάρχουμε τώρα εμείς; 
Όχι, αυτό έγινε γλυκόπικρη ανάμνηση στης λήθης την οσμή! . Κι ευτυχώς. 
Μαζί στην έναρξη, μαζί και στο φινάλε. Για σκέψου, ο ένας να θρηνεί,
‘’μη φύγεις σ΄αγαπώ’’ κι ο άλλος ‘’κι εγώ σ΄αγάπησα κάποτε
πολύ!’’. Αυτόν τον σπαραγμό, να μην τον ζήσουμε ούτε για μια
στιγμή.


Ναι, νομίζω ήρθε η ώρα να πούμε αντίο στο όνειρο, που κρυφά αιμορραγεί. 
Όμως, υπάρχουν νίκες ηττημένες και πίκρες νικηφόρες, που οδηγούν στο καινούργιο πεπρωμένο!
‘Όπως ακριβώς το λες! Όταν στον έρωτα δεν ανθίζει η χαρά, μήτε το ξερίζωμα θα φέρει θλίψη.


Έλα, δώσε μου το χέρι σου κι ας υποκλιθούμε στη σύνεσή μας,
που μας χάρισε, όχι μόνο μια ωραία σχέση, αλλά και τo τακτ σ΄αυτόν τον χωρισμό!
Και άκου! Το ‘’εν ονόματι’’ να έχεις πάντοτε στο νου. 

Αυτός ο όρκος στις γιορτές μας, να λέμε ‘’χρόνια σου πολλά’’, θα θυμίζει
στην Aσυμφωνία, τη δική μας Αρχοντιά !!! 




(Μάριον Μίντση)

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Ο Ξανακερδισμένος Χρόνος (Aναζητώντας το χαμένο χρόνο- απόσπασμα)

{...}Αλλά αντιλήφθηκα επίσης πως ο πόνος που προκαλεί η σκέψη πως ο έρωτάς μας δεν ανήκει στο πρόσωπο που τον εμπνέει, ένας πόνος που ένιωσα αρχικά σε σχέση με τη Ζιλμπέρτ, για δύο λόγους είναι ευεργετικός. Ο πρώτος και λιγότερο σημαντικός είναι ότι, αν και η ζωή είναι μικρή, μόνο όταν υποφέρουμε βλέπουμε μερικά πράγματα που άλλες φορές είναι κρυμμένα - καθόμαστε μπροστά σ' ένα παράθυρο σε άσχημη θέση που βλέπει όμως σε μιαν απέραντη θάλασσα, και μόνο στη διάρκεια μιας θύελλας, όταν οι σκέψεις μας ερεθίζονται από κινήσεις που αλλάζουν συνεχώς, ανυψώνονται σε τέτοιο επίπεδο που μπορούμε να δούμε όλη τη νομοτελειακή απεραντοσύνη που κάτω από κανονικές συνθήκες, όταν ο ήρεμος καιρός της ευτυχίας της δίνει μιαν απαλότητα, βρίσκεται κάτω απ' το οπτικό μας πεδίο. Ίσως μόνο για λιγοστές μεγάλες ιδιοφυίες να υπάρχει πάντοτε αυτή η κίνηση της σκέψης, ανεπηρέαστη από τις εξάρσεις της προσωπικής λύπης. Μπορούμε όμως άραγε να είμαστε βέβαιοι, όταν σκεπτόμαστε την πλατειά και κανονική ανάπτυξη των χαρωπών δημιουργημάτων τους, πως δε γίνεται να συνάγουμε εύκολα από τη χαρά που αποπνέει το έργο τους ότι υπήρχε χαρά και στη ζωή τους, που ίσως αντίθετα να ήταν σχεδόν πάντοτε δυστυχισμένη; Αλλά ο κυριότερος λόγος είναι ότι, αν ο έρωτάς μας είναι όχι μόνο ο έρωτας για την οποιανδήποτε Ζιλμπέρτ (και αυτό το γεγονός είναι που μας φαίνεται τόσο οδυνηρό), η αιτία δεν είναι πως είναι επίσης ο έρωτας κάποιας Αλμπερτίν αλλά ότι είναι ένα κομμάτι του νου μας πιο ανθεκτικό από τα διάφορα εγώ που σταδιακά πεθαίνουν μέσα μας και τα οποία θα ήθελαν, μέσα στην εγωπάθειά τους, να κρατήσουν για τον εαυτό τους, ένα κομμάτι του νου μας που πρέπει, όσο κι αν μας πονά ( και ο πόνος μπορεί τελικά να μας κάνει καλό), να αποσπαστεί από τα άτομα έτσι ώστε να αποκαταστήσει το όλο και να προσφέρει τούτο τον έρωτα, την κατανόηση του έρωτα αυτού, σε όλους, στο πνεύμα το συμπαντικό και όχι τούτο ή τ' άλλο, με τα οποία τούτο ή τ' άλλο από τα εγώ που υπήρξαμε στο παρελθόν διαδοχικά θα ήθελε να συγχωνευθεί.

 (Marcel Proust)

Η καλή και η ανάποδη

Αν είναι αλήθεια πως οι μόνοι παράδεισοι είναι εκείνοι που έχουμε χάσει, τότε ξέρω πως να ονομάσω αυτό το τρυφερό κι απάνθρωπο συναίσθημα που με διακατέχει σήμερα. Ένας μετανάστης επιστρέφει στην πατρίδα του. Κι εγώ θυμάμαι. Η ειρωνεία, η σκληρότητα, όλα καταλαγιάζουν και να με πίσω στην πατρίδα. Δε θέλω ν' αναμασώ ευτυχισμένες στιγμές, αυτό είναι πολύ πιο απλό και πολύ πιο εύκολο. Γιατί, αν έχει απομείνει κάτι ανέγγιχτο απ' τις ώρες που ανασύρω απ' τα βάθη της λησμονιάς, αυτό είναι κυρίως η ανάμνηση μιας αγνής συγκίνησης, μιας στιγμής που αιωρείται μέσα στην αιωνιότητα. Τούτο μόνο είναι αληθινό μέσα μου και το αντιλαμβάνομαι πάντα πολύ αργά. Αγαπάμε μια λυγερή κίνηση, το ταίριασμα ενός δέντρου μέσα στο τοπίο. Και, για να ξαναζωντανέψουμε όλη αυτή την αγάπη, έχουμε μόνο μια λεπτομέρεια, που μας είναι όμως αρκετή: τη μυρωδιά μιας κάμαρας που έμεινε για καιρό κλεισμένη, τον ιδιαίτερο ήχο ενός βήματος στο δρόμο. Έτσι και μ' εμένα. Κι αν αγάπησα τότε δίνοντας το είναι μου, ήμουν τελικά ο εαυτός μου, αφού η αγάπη και μόνο μας αποδίδει στον εαυτό μας. Αργές, γαλήνιες και κρίσιμες, εκείνες οι ώρες επιστρέφουν, το ίδιο έντονες, το ίδιο συγκινητικές γιατί είναι βράδυ και οι στιγμές είναι όλο θλίψη, και υπάρχει ένα είδος ακαθόριστου πόθου μέσα στον άφωτο ουρανό. Κάθε κίνηση που ξαναθυμάμαι μου αποκαλύπτει τον εαυτό μου. Κάποτε μου είχαν πει: "Είναι τόσο δύσκολο να ζεις". Και θυμάμαι με ποιο τρόπο μου το είπαν. Μια άλλη φορά κάποιος ψιθύρισε: " Το χειρότερο σφάλμα είναι να κάνεις τους άλλους να υποφέρουν". Όταν όλα τελειώνουν, η δίψα της ζωής σβήνει. Μήπως είναι αυτό η ευτυχία; Όταν περιπλανιόμαστε σ' αυτές τις αναμνήσεις, ντύνουμε τα πάντα με το ίδιο διακριτικό ένδυμα και ο θάνατος μας φαίνεται σαν ένα σκηνικό με ξεθωριασμένα χρώματα. Ξαναγυρίζουμε στον εαυτό μας. Αισθανόμαστε την απελπισία μας και τον αγαπάμε περισσότερο. Ναι, ίσως αυτό να είναι η ευτυχία, η συμπόνια για την δυστυχία μας.

(Albert Camus)

Αναγκαία Εξήγηση (Εἶναι ὁρισμένοι στίχοι)

Εἶναι ὁρισμένοι στίχοι-κάποτε ὁλόκληρα ποιήματα-
ποὺ μήτε ἐγὼ δὲν ξέρω τί σημαίνουν. Αὐτὸ ποὺ δὲν ξέρω
ἀκόμη μὲ κρατάει. Κι ἐσὺ ἔχεις δίκιο νὰ ρωτᾷς.
Μὴ μὲ ρωτᾷς.
Δὲν ξέρω σοῦ λέω.

Δυὸ παράλληλα φῶτα ἀπ᾿ τὸ ἴδιο κέντρο. Ὁ ἦχος τοῦ νεροῦ
ποὺ πέφτει τὸν χειμῶνα, ἀπ᾿ τὸ ξεχειλισμένο λοῦκι
ἢ ὁ ἦχος μιᾶς σταγόνας καθὼς πέφτει
ἀπό ῾να τριαντάφυλλο στὸν ποτισμένο κῆπο
ἀργὰ-ἀργὰ ἕνα ἀνοιξιάτικο ἀπόβραδο
σὰν τὸν λυγμὸ ἑνὸς πουλιοῦ. Δὲν ξέρω
τί σημαίνει αὐτὸς ὁ ἦχος-ὡστόσο ἐγὼ τὸν παραδέχομαι.

Τ᾿ ἄλλα ποὺ ξέρω στὰ ἐξηγῶ. Δὲν τὸ ἀμελῶ.
 Ὅμως κι αὐτὰ προσθέτουν στὴ ζωή μας. Κοιτοῦσα
ὅπως κοιμότανε, τὸ γόνατό της νὰ γωνιάζει τὸ σεντόνι-
Δὲν ἦταν μόνο ὁ ἔρωτας. Αὐτὴ ἡ γωνία
εἶναι ἡ κορυφογραμμὴ τῆς τρυφερότητας, καὶ τὸ ἄρωμα
τοῦ σεντονιοῦ, τοῦ λευκοῦ καὶ τῆς ἄνοιξης, συμπλήρωναν
ἐκεῖνο τὸ ἀνεξήγητο ποὺ ζήτησα, ἄσκοπα καὶ πάλι, νὰ στὸ ἐξηγήσω.
 (Γιάννης Ρίτσος)
Ποίημα από την Ανθολογία που επιμελήθηκε η Χρύσα Προκοπάκη,
Εκδόσεις : Κέδρος (2000)