Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Ξυλουργείο "Το επτά"

«Δεν φτάνει που είναι αργόστροφοι, ορισμένοι άνθρωποι δεν θέλουν να δεχτούν βοήθεια» παραπονέθηκα. Ο Χοντρός βολεύτηκε καλύτερα και μου διηγήθηκε: 

Ήταν ένα μικρό σπιτάκι, σχεδόν παράγκα, σ' ένα αγρόκτημα έξω από την πόλη. 

Μπροστά είχε ένα μικρό εργαστήριο με κάτι μηχανήματα και εργαλεία, πίσω δύο δωμάτια, μια κουζίνα κι ένα κακοφτιαγμένο μπάνιο... Ωστόσο, ο Χοακίν δεν είχε παράπονο. 
Τα τελευταία δυο χρόνια, το ξυλουργείο «Το Εφτά» είχε γίνει γνωστό στο χωριό κι έβγαζε αρκετά χρήματα για να μη σπαταλάει τις μικρές του οικονομίες. Εκείνο το πρωί, όπως κάθε πρωί, ξύπνησε στις έξι και μισή για να δει τον ήλιο να βγαίνει. Όμως, δεν μπόρεσε να φτάσει ως τη λίμνη. Στο δρόμο, διακόσια μέτρα από το σπίτι του, έπεσε πάνω στο σώμα ενός νεαρού, που ήταν χτυπημένος και πληγωμένος. 
Αμέσως, γονάτισε και κόλλησε το αφτί του στο στήθος του νεαρού... Αδύναμα, εκεί στο βάθος, μια καρδιά πάλευε να κρατήσει στη ζωή ό,τι απέμενε από εκείνο το πεταμένο κορμί που βρομούσε από το αίμα, τη λέρα και το αλκοόλ. Ο Χοακίν πήγε να φέρει το κάρο του και φόρτωσε επάνω το νεαρό. 
Όταν έφτασε στο σπίτι τον έβαλε στο κρεβάτι, έκοψε τα φθαρμένα ρούχα και τον έπλυνε επιμελώς με νερό, σαπούνι και οινόπνευμα. Ο νεαρός, εκτός από μεθυσμένος, ήταν και βάρβαρα δαρμένος. Είχε πληγές στα χέρια και την πλάτη και το δεξί του πόδι ήταν σπασμένο. Τις επόμενες ημέρες, όλη η ζωή του Χοακίν επικεντρώθηκε στη φροντίδα της υγείας του απρόσκλητου φιλοξενούμενου. Έδεσε τις πληγές του, έβαλε νάρθηκα στο πόδι του κι άρχισε να τον ταΐζει με μικρές κουταλιές κοτόσουπας. 

Όταν ο νεαρός συνήλθε, ο Χοακίν βρισκόταν δίπλα του και τον κοίταζε τρυφερά με αγωνία. «Πώς είσαι;» ρώτησε ο Χοακίν. «Καλά... νομίζω» απάντησε ο νεαρός ενώ περιεργαζόταν το καθαρό και γιατρεμένο σώμα του. «Ποιος με γιάτρεψε;» «Εγώ.» «Γιατί;» «Γιατί ήσουν πληγωμένος.» «Αυτό μόνο;» «Όχι. Χρειάζομαι κι ένα βοηθό στο ξυλουργείο.» Και γέλασαν και οι δύο με κέφι... Με καλό φαγητό, ύπνο και αποχή από το αλκοόλ ο Μανουέλ, —όπως λεγόταν ο νεαρός—, βρήκε γρήγορα τις δυνάμεις του. 

Ο Χοακίν προσπαθούσε να του μάθει την τέχνη κι ο Μανουέλ προσπαθούσε να αποφύγει τη δουλειά όσο μπορούσε. Καθημερινά, ο Χοακίν πάσχιζε να βάλει μέσα σ' εκείνο το κεφάλι που ήταν σακατεμένο από την έκφυλη ζωή, τις αξίες της σωστής δουλειάς, του καλού ονόματος και της έντιμης ζωής. Ο Μανουέλ έδειχνε πως τα κατανοούσε όλα αυτά, αλλά ύστερα από δύο ώρες ή δύο μέρες, έπεφτε πάλι για ύπνο και παρατούσε τη δουλειά που του είχε αναθέσει ο Χοακίν. 
Πέρασαν μήνες και ο Μανουέλ είχε συνέλθει εντελώς. Ο Χοακίν του έδωσε το καλύτερο δωμάτιο, τον έκανε συνεταίρο στη δουλειά και του παραχώρησε την πρώτη θέση στο μπάνιο, με αντάλλαγμα ο νεαρός να αφοσιωθεί στη δουλειά. 

Μια νύχτα, ενώ ο Χοακίν κοιμόταν, ο Μανουέλ αποφάσισε ότι έξι μήνες αποχής από το πιοτό ήταν αρκετοί και σκέφτηκε ότι ένα ποτηράκι στο χωριό δεν θα του έκανε κακό. Για να μην ξυπνήσει το Χοακίν, έκλεισε την πόρτα της κάμαρας του από μέσα και βγήκε από το παράθυρο. Άφησε κι ένα κερί αναμμένο για να δίνει την εντύπωση ότι ήταν μέσα. Ύστερα από το πρώτο ποτηράκι ήρθε το δεύτερο, μετά το τρίτο, το τέταρτο κι άλλα πολλά... Τραγουδούσε μεθυσμένος με την παρέα του όταν πέρασαν μπροστά από την πόρτα της ταβέρνας οι πυροσβέστες με τη σειρήνα να ουρλιάζει. 

Ο Μανουέλ δεν υποψιάστηκε τίποτα, ώσπου το πρωί, όταν έφτασε τρεκλίζοντας στο σπίτι, είδε το πλήθος συγκεντρωμένο στο δρόμο... Μόνο ένας τοίχος, οι μηχανές και κάποια εργαλεία είχαν σωθεί από την πυρκαγιά. Όλα τα υπόλοιπα είχαν γίνει κάρβουνο. Από τον Χοακίν βρήκαν μόνο τέσσερα-πέντε τσουρουφλισμένα κοκαλάκια που τα έθαψαν στο νεκροταφείο. 
Πάνω στον τάφο του, ο Μανουέλ παράγγειλε να γράψουν το ακόλουθο επίγραμμα: «Θα το κάνω, Χοακίν, θα το κάνω!» Με πολλή δουλειά ο Μανουέλ έστησε ξανά το ξυλουργείο. Ήταν τεμπέλης αλλά έπιαναν τα χέρια του, κι αυτά που είχε μάθει από τον Χοακίν τον βοήθησαν να πάει μπροστά. Πάντα είχε την αίσθηση ότι, από κάπου, ο Χοακίν τον κοίταζε και τον ενθάρρυνε. 

Ο Μανουέλ τον θυμόταν κάθε φορά που κατάφερνε κάτι. Τον θυμήθηκε στο γάμο του, στη γέννηση του πρώτου του παιδιού, όταν αγόρασε το πρώτο του αμάξι... Πεντακόσια χιλιόμετρα πιο μακριά, ο Χοακίν, ολοζώντανος και κεφάτος, αναρωτιόταν αν ήταν σωστό να πει ψέματα, να διαπράξει απάτη και να βάλει φωτιά σ' εκείνο το τόσο ωραίο σπιτάκι, Μόνο και μόνο για να σώσει ένα νεαρό. Απάντησε καταφατικά και γέλασε με την αστυνομία του Χωριού που είχε περάσει για ανθρώπινα τα κόκαλα του γουρουνιού... Το νέο του ξυλουργείο ήταν λίγο μικρότερο από το προηγούμενο, όμως, ήταν ήδη γνωστό στο χωριό. Το έλεγαν «Το Οχτώ». 


«Μερικές φορές, Ντεμιάν, γίνεται η ζωή σου δύσκολη προσπαθώντας να βοηθήσεις ένα αγαπημένο πρόσωπο. Ωστόσο, αν υπάρχει μια δυσκολία που αξίζει τον κόπο ν' αντιμετωπίσεις, αυτή είναι για να βοηθήσεις κάποιον. 

Δεν πρόκειται για «ηθικό καθήκον» και τα τοιαύτα. Είναι μια επιλογή στη ζωή μας που μπορείς να την κάνεις οποιαδήποτε στιγμή και προς οποιαδήποτε κατεύθυνση επιθυμείς. 
Η προσωπική μου εμπειρία και παρατήρηση με κάνει να πιστεύω ότι ο ελεύθερος άνθρωπος που γνωρίζει τον εαυτό του είναι γενναιόδωρος, αλληλέγγυος, ευγενικός και ικανοποιείται εξίσου όταν δίνει όπως και όταν παίρνει. 

Γι' αυτό, κάθε φορά που συναντάς ανθρώπους που κοιτάζουν μόνο την πάρτη τους, μην τους μισείς. Αρκετά προβλήματα έχουν με τον εαυτό τους. Και όταν διαπιστώνεις ότι η συμπεριφορά σου είναι ποταπή, μικροπρεπής ή χυδαία, βρες ευκαιρία να αναρωτηθείς τι σου συμβαίνει. Σε διαβεβαιώνω ότι κάπου θα δεις πως έχεις πάρει λάθος δρόμο. Μια φορά έγραψα: 

"Ένας νευρωτικός δεν χρειάζεται ένα ψυχοθεραπευτή να τον κουράρει ούτε έναν πατέρα να τον φροντίζει. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα δάσκαλο να του δείξει σε ποιο σημείο του δρόμου χάθηκε."



(Jorge Bucay)

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Σὲ περιμένω παντοῦ


Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.

Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, 

πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.


Θὰ θυμᾶμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.

Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ 
κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.

Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ 
καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, 
ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. 

Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο...
ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!


(Τάσος Λειβαδίτης)

Η γκαστρωμένη χύτρα

«Πώς τα πάς με τους γονείς σου;»
«Μια έτσι μια αλλιώς» αποκρίθηκα. «Είναι στιγμές που συνεννοούμαστε περίφημα κι ο καθένας μπορεί να μπει στη θέση του άλλου. Άλλες φορές, όμως, δεν γίνεται τίποτα. Αδύνατον.»
«Κοίταξε, Ντεμιάν, υποθέτω ότι αυτό θα σου συμβαίνει με
όλον τον κόσμο για όλη την υπόλοιπη ζωή σου.»
«Ναι, αλλά με τους γονείς σου είναι διαφορετικά. Είναι γονείς...»
«Ναι, είναι γονείς, όμως, τι εννοείς όταν λες ότι είναι διαφορετικά;»
«Επειδή είναι οι γονείς μου έχουν ορισμένη εξουσία.»
«Τι εξουσία;»
«Εξουσία επάνω μου.»
«Εσύ πια είσαι ενήλικος, Ντεμιάν, και κανένας δεν έχει πια εξουσία επάνω σου. Κανένας. Τουλάχιστον, κανένας δεν έχει περισσότερη εξουσία απ όση του παραχωρείς εσύ ο ίδιος.»
«Εγώ δεν τους παραχωρώ τίποτα.»
«Δεν φαίνεται να είναι έτσι.»
«Ναι, αλλά το σπίτι είναι δικό τους, με ταΐζουν, μου αγοράζουν ρούχα, πληρώνουν έξοδα για τις σπουδές μου, η μητέρα μου με πλένει, σιδερώνει, στρώνει το κρεβάτι μου... Όλα αυτά τους δίνουν δικαιώματα.»
«Κι εσύ δεν δουλεύεις;»
« Ναι, φυσικά και δουλεύω.»
«Ε, τότε; Καταλαβαίνω ότι μένεις στο σπίτι των γονιών σου εφόσον δεν έχεις την οικονομική δυνατότητα να πληρώσεις δικό σου. Όμως, σε όλα τα υπόλοιπα μπορείς να δώσεις μάχη για τη ανεξαρτησία σου. Ορισμένα πράγματα θα μπορούσες να τα κάνεις μόνος σου.»
«Μα πού το πας; Με θεωρείς άχρηστο, όπως η μάνα μου; Λες και το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο είναι να μάθεις να στρώνεις το κρεβάτι σου και να παρατήσεις όλα τ' άλλα!»
«Όχι, δεν νομίζω. Όμως, εσύ απαιτείς ελευθερία και ανεξαρτησία.»
«Εγώ δεν θέλω ελευθερία και ανεξαρτησία για να μαγειρεύω το φαγητό μου, να στρώνω το κρεβάτι μου και να πλένω τα ρούχα μου. Εγώ θέλω να μην είμαι αναγκασμένος να ζητάω άδεια και να έχω το δικαίωμα να πω ό,τι θέλω και να κρατήσω για τον εαυτό μου τα υπόλοιπα.»
«Ίσως, Ντεμιάν, αυτές οι δύο ομάδες "ελευθεριών" να είναι αλληλοεξαρτώμενες.»
«Δε θέλω να πάψω να βλέπω τους γονείς μου.»
«Όχι, και βέβαια όχι. Όμως, εσύ διεκδικείς ορισμένα αποσπασματικά δικαιώματα από τη σημερινή σου κατάσταση και αποφεύγεις τις ευθύνες που προκύπτουν από αυτά τα δικαιώματα.»
«Μα θέλω εγώ να διαλέξω σε ποια ζητήματα θα ανεξαρτητοποιηθώ πρώτα και για ποια μπορώ να περιμένω λίγο.»
«Για να δούμε αν η ιστορία θα σε βοηθήσει να το ξεκαθαρίσεις.»

Ένας άνθρωπος ζήτησε μια φορά από το γείτονα του μια χύτρα δανεική. Ο ιδιοκτήτης της χύτρας δεν ήταν και πολύ φιλότιμος, αλλά ένιωσε υποχρεωμένος να του τη δώσει.
Ύστερα από τέσσερις μέρες, ο γείτονας δεν του είχε επιστρέψει τη χύτρα. Με πρόφαση ότι τη χρειαζόταν, πήγε να τη ζητήσει.
«Τώρα μόλις ετοιμαζόμουν να σου τη φέρω... Ήταν δύσκολη η γέννα!»
«Μα ποια γέννα;»
«Της χύτρας.»
«Τι;»
«Α, δεν το ήξερες; Η χύτρα ήταν γκαστρωμένη.»
 «Γκαστρωμένη;»
«Ναι. Απόψε το βράδυ απόκτησε οικογένεια. Γι' αυτό ήθελε ανάπαυση. Τώρα, όμως, έχει σχεδόν συνέλθει.»
«Έχει συνέλθει;»
 «Ναι. Ένα λεπτό παρακαλώ.»
Και μπήκε στο σπίτι. Βγήκε κρατώντας τη χύτρα, ένα κανατάκι κι ένα τηγάνι.
«Αυτά δεν είναι δικά μου. Μόνο η χύτρα.»
«Όχι, δικά σου είναι. Αφού η χύτρα είναι δική σου, είναι δικά σου και τα παιδιά της.»
Ο άνθρωπος σκέφτηκε ότι ο γείτονας του ήταν θεότρελος. «Καλύτερα να πάω με τα νερά του», συλλογίστηκε. «Εντάξει, ευχαριστώ.»
«Παρακαλώ. Γεια.»
«Γεια χαρά.»
Και πήγε στο σπίτι του με τη χύτρα, το κανατάκι και το τηγάνι.
Το ίδιο απόγευμα, ο γείτονας του ξαναχτύπησε την πόρτα. «Γείτονα, μου δανείζεις ένα κατσαβίδι και μία πένσα;» 0 άνθρωπος τώρα ένιωθε περισσότερο υποχρεωμένος. «Ναι, φυσικά.»
Μπήκε στο σπίτι και βγήκε με την πένσα και το κατσαβίδι. Πέρασε σχεδόν μια εβδομάδα και ήταν έτοιμος να πάει να πάρει πίσω τα πράγματα του, όταν ο γείτονας του χτύπησε την
πόρτα.
«Α γείτονα. Εσύ το ήξερες;»
 «Τι πράγμα;»
«Ότι το κατσαβίδι και η πένσα είναι ζευγάρι;»
«Μη μου το λες!» είπε ο άνθρωπος γουρλώνοντας τα μάτια. «Δεν το ήξερα.»
«Κοίταξε, ήταν δική μου απροσεξία. Τους άφησα μόνους για λίγο και η πένσα έμεινε έγκυος.»
«Η πένσα;»
«Η πένσα! Σου έφερα τα παιδιά της.»
Και ανοίγοντας ένα καλαθάκι, του έδωσε μερικές βίδες, παξιμάδια και καρφιά, που έλεγε ότι τα είχε γεννήσει η πένσα.
«Είναι παλαβός» σκέφτηκε ο άνθρωπος. Όμως, μερικές βίδες και καρφιά πάντα είναι χρήσιμα.
Πέρασαν δύο μέρες. Ο γείτονας που όλο ζητούσε ήρθε πάλι.
«Τις προάλλες» του είπε, «όταν σου έφερα την πένσα, είδα ότι έχεις πάνω στο τραπέζι σου μία ωραία χρυσή ανθοδόχη. Έχεις την καλοσύνη να μου τη δανείσεις γι' απόψε το βράδυ;»
Άστραψαν τα μάτια του ιδιοκτήτη της ανθοδόχης.
«Φυσικά» είπε, με αδιαμφισβήτητη γενναιοδωρία. Και πήγε να φέρει την ανθοδόχη.
«Ευχαριστώ, γείτονα.»
«Αντίο.»
«Αντίο.»
Πέρασε η νύχτα εκείνη, πέρασε και η επόμενη και ο ιδιοκτήτης της ανθοδόχης δεν τολμούσε να χτυπήσει την πόρτα του γείτονα για να τη ζητήσει. Ωστόσο, όταν πέρασε μια εβδομάδα δεν άντεξε άλλο και πήγε να ζητήσει το βάζο του.
«Η ανθοδόχη;» είπε ο γείτονας.
«Α! Δεν το έμαθες;»
«Όχι, τι πράγμα;»
«Πέθανε στη γέννα.»
«Τι θα πει πέθανε στη γέννα;»
«Ναι, η ανθοδόχη ήταν γκαστρωμένη, και πάνω στη γέννα πέθανε.»
«Άκουσε, για βλάκα με περνάς; Πώς είναι δυνατό να είναι γκαστρωμένο ένα χρυσό βάζο;»
«Κοίταξε, γείτονα. Δέχτηκες την εγκυμοσύνη και τη γέννα της χύτρας. Δέχτηκες επίσης το γάμο και τους απογόνους του κατσαβιδιού και της πένσας. Τώρα, γιατί δεν δέχεσαι την εγκυμοσύνη και το θάνατο της ανθοδόχης;»

«Κι εσύ, Ντεμιάν, μπορείς να διαλέξεις ό,τι θέλεις, όμως, δεν γίνεται να είσαι ανεξάρτητος σε ό,τι σε βολεύει και σε διευκολύνει, και να μην είσαι όταν σου κοστίζει.
»Οι απόψεις σου, η ελευθερία σου, η ανεξαρτησία σου και το αίσθημα ευθύνης πάνε μαζί στην πορεία της ανάπτυξης σου. Εσύ αποφασίζεις αν θα ενηλικιωθείς ή θα παραμείνεις παιδί.»

(Jorge Bucay)